густой
From LSJ
μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
Russian > Greek
ἄξυλος, ἠλίβατος, ἀλίβατος, βαθύς, δασύς, δασεῖα, δασύ, συνηρεφής, βαθύξυλος, σύνδενδρος, εὐπίλητος, δαυλός, κατακορής, λάσιος, λιπαρός, πίων, εὔπηκτος, ἐΰπηκτος, ἁδρός, θολερός, εὔδενδρος, στεγανός, πυκινός, ἐπήτριμος, οὖλος, πυκνός, δενδρήεις, εὐανθής, ἐπηετανός, ζαπληθής, ἀμφιλαφής, λασιαύχην, ἁδρομερής, μελάνδρυος, παχύς, γλίσχρος, ἐμβριθής, ταρφύς, ταρφεῖα, ταρφύ