ζαπληθής
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ζαπληθές, (πλήθω) very full, ζ. γενειάς a thick, full beard, A. Pers.316; ζ. στόμα Μούσης full-sounding, AP7.75 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1136] ές, sehr voll; γενειάς, sehr dicht, Aesch. Pers. 308; μούσης στόμα Antp. Sid. 77 (VII, 75).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait plein de, gén..
Étymologie: ζα-, πλῆθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζαπληθής -ές [ζα-, πλῆθος] zeer vol. Aeschl. Pers. 316.
Russian (Dvoretsky)
ζαπληθής:
1 досл. преисполненный, полный, перен. вдохновленный (ζαπληθὲς Μούσης στόμα Anth.);
2 густой, окладистый (γενειάς Aesch.).
Greek Monolingual
ζαπληθής, -ές (Α)
1. πολυπληθής, πυκνός («ζαπληθύς γενειάς» — πυκνή γενειάδα, Αισχύλ.)
2. πλήρης, πληρέστατος, με πλήρη ήχο («ζαπληθὲς στόμα Μούσης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυπληθής, υπερπληθής].
Greek Monotonic
ζᾰπληθής: -ές (πλήθω), αυτός που είναι εντελώς γεμάτος, πλήρης, πυκνός, πολυπληθής· ζαπληθὴς γενειάς, πυκνό, δασύτριχο μούσι, σε Αισχύλ.· ζαπληθὲς Μούσης στόμα, φωνή που ηχεί καλά, που ο ήχος της είναι μεστός, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰπληθής: -ές, (πλήθω) πολυπληθής, ζ. γενειάς, πυκνή, πυκνόθριξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 316· ζ. Μούσης στόμα, ἠχοῦν καλῶς, μὲ πλήρη ἦχον, Ἀνθ. Π. 7. 75.
Middle Liddell
ζᾰ-πληθής, ές πλήθω
very full, ζ. γενειάς a thick beard, Aesch.; ζ. Μούσης στόμα full-sounding, Anth.