ζαπληθής

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζαπληθής Medium diacritics: ζαπληθής Low diacritics: ζαπληθής Capitals: ΖΑΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: zaplēthḗs Transliteration B: zaplēthēs Transliteration C: zaplithis Beta Code: zaplhqh/s

English (LSJ)

ζαπληθές, (πλήθω) very full, ζ. γενειάς a thick, full beard, A. Pers.316; ζ. στόμα Μούσης full-sounding, AP7.75 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1136] ές, sehr voll; γενειάς, sehr dicht, Aesch. Pers. 308; μούσης στόμα Antp. Sid. 77 (VII, 75).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait plein de, gén..
Étymologie: ζα-, πλῆθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζαπληθής -ές [ζα-, πλῆθος] zeer vol. Aeschl. Pers. 316.

Russian (Dvoretsky)

ζαπληθής:
1 досл. преисполненный, полный, перен. вдохновленный (ζαπληθὲς Μούσης στόμα Anth.);
2 густой, окладистый (γενειάς Aesch.).

Greek Monolingual

ζαπληθής, -ές (Α)
1. πολυπληθής, πυκνός («ζαπληθύς γενειάς» — πυκνή γενειάδα, Αισχύλ.)
2. πλήρης, πληρέστατος, με πλήρη ήχο («ζαπληθὲς στόμα Μούσης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυπληθής, υπερπληθής].

Greek Monotonic

ζᾰπληθής: -ές (πλήθω), αυτός που είναι εντελώς γεμάτος, πλήρης, πυκνός, πολυπληθής· ζαπληθὴς γενειάς, πυκνό, δασύτριχο μούσι, σε Αισχύλ.· ζαπληθὲς Μούσης στόμα, φωνή που ηχεί καλά, που ο ήχος της είναι μεστός, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰπληθής: -ές, (πλήθω) πολυπληθής, ζ. γενειάς, πυκνή, πυκνόθριξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 316· ζ. Μούσης στόμα, ἠχοῦν καλῶς, μὲ πλήρη ἦχον, Ἀνθ. Π. 7. 75.

Middle Liddell

ζᾰ-πληθής, ές πλήθω
very full, ζ. γενειάς a thick beard, Aesch.; ζ. Μούσης στόμα full-sounding, Anth.