λασιαύχην
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, (λάσιος) with rough, shaggy neck, of the centaur, h.Merc.224, cf. λασιαύχενα χαίταν Ar.Ra.822 (lyr.); of the bear, h.Hom.7.46; of the horse, S.Ant.350 (lyr.); λ. βύρσα Theoc. 25.272: also with a neut., λασιαύχενος ἄντρου v.l. Id.Ep.5.5.
German (Pape)
[Seite 17] ενος, mit zottigem, dichtbehaartem Nacken, der Stier, H. h. Merc. 224, der Bär, H. h. 6, 46; ἵππος, Soph. Ant. 357; λοφιᾶς λασιαύχενα χαίτην Ar. Ran. 822; βύρσα θηρός Theocr. 25, 272; auch ἄντρον, ep. 5, 5, wild verwachsen.
French (Bailly abrégé)
ενος (ὁ, ἡ)
au cou velu.
Étymologie: λάσιος, αὐχήν.
Russian (Dvoretsky)
λᾰσιαύχην: ενος adj.
1 с косматым затылком (ταῦρος HH); с густой гривой (ἵππος Anth.);
2 длинный или густой (χαιτη Arph.);
3 мохнатый, косматый (βύρσα θηρός Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰσιαύχην: -ενος, (λάσιος) ἔχων λάσιον, δασὺν τὸν αὐχένα, ἐπὶ τοῦ ταύρου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 224, πρβλ. λασιαύχενα χαίτην Ἀριστοφ. Βάτρ. 822· ἐπὶ τῆς ἄρκτου, Ὕμν. Ὁμ. 6. 46· ἐπὶ τοῦ ἵππου, Σοφ. Ἀντ. 350· λ. βύρσα Θεόκρ. 25. 272· ὡσαύτως μετ’ οὐδ., λασιαύχενος ἄντρου, διάφ. γραφ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιγρ. 5. 5.
Greek Monolingual
λασιαύχην, -ενος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει δασύτριχο αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + αὐχήν.
Greek Monotonic
λᾰσῐαύχην: -ενος (λάσιος), αυτός που έχει δασύ, τριχωτό αυχένα, σε Όμηρ., Αριστοφ., κ.λπ.