сочетание
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Russian > Greek
σύνοδος, σύστασις, συνοικείωσις, σύμπηξις, σύμμιξις, κρᾶσις, συναθροισμός, ὁμοδρομία, σύνθεσις, σύνδεσις, συνέλευσις, σύνερξις, συναγωγή, σύναψις, παράζευξις, σύζευξις, σύστασις, σύστημα, συνθήκη, συναρμογή, κατάζευξις, συμπλοκή, σύμπλεξις, σύνταξις, σύναμμα