несчастье
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
Russian > Greek
κακότης, νόσημα, ἔλεος, δαίμων, συμφορά, συντυχία, τύχη, πῆμα, λυγρά, τλημοσύνη, δύη, δρᾶμα, αἰκία, κήρ, κακόν, ἀρά, ἀρή, ἀμμορία, ἀμμορίη, δυστυχία, ὀϊζύς, οἰζύς, ἀνολβίη, ἀθλιότης, ἀκλήρημα, δυσδαιμονία, δυσμορία, δυστύχημα, κακοπραγία, δυσημερία, δυσαμερία, δυσπραξία, ἀτύχημα, λῦμα, κακοδαιμονία, κακοδαιμονίη, πτῶμα, πραγμα, ἄτη, ἄτα, πάθη, πάθα, κακουχία, ἀντίξοον, ἀντίξουν, σύμπτωμα, συμπότης, χειμών, πένθος, πραγμα