легкий
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Russian > Greek
πρόχειρος, ἄπονος, ῥᾴθυμος, εὐθάνατος, λαιψηρός, εὔπρακτος, εὔοδος, κοῦφος, μεταμώνιος, κουφόνοος, κουφόνους, ῥᾴδιος, ῥηΐδιος, εὐκάματος, εὐπρόσοιστος, ἔμπρακτος, εὐχερής, φιλύρινος, μαλακός, εὐαφής, ἐπιπόλαιος, εὐτελής, πρᾷος, λεπτός, ἀμφίστροφος, εὐάγητος, ἔκλυτος, ὑδάτινος, εὔταρσος, ὑπήνεμος, ἀβληχρός, ἀκροθιγής, εὐπετής, λεπταλέος, εὔφορος, εὐάγκαλος, εὔπορος, εὔκολος, εὐτρόχαλος, ἐϋτρόχαλος, εὐσταλής