непреклонный
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Russian > Greek
σιδήρεος ;; σιδάρεος ;; σιδηροῦς ;; ἄστρεπτος ;; ἄκαμπτος ;; ἀτελεύτητος ;; ἄτροπος ;; ἀστεμφής ;; ἀμετάτρεπτος ;; καρτερόθυμος ;; ἀδάμαστος ;; ἀδάμας ;; ἀλίαστος ;; ἀπαράτρεπτος ;; ἄθρυπτος ;; ἄγναμπτος ;; ἀμετάπειστος ;; ἄτεγκτος ;; ἀμάλθακτος ;; ἀτειρής ;; ἀγέρωχος ;; ἀπαραίτητος ;; ἀπαράμυθος ;; σχέτλιος ;; στιβαρός ;; χαλκεομήστωρ ;; δυσκίνητος ;; δυσκίνατος ;; καρτερός ;; στερρός ;; δυσνίκητος ;; ἀτενής ;; ἰσχυρογνώμων ;; στερεόφρων ;; ἀμήχανος ;; ὠμός ;; ἀκίνητος ;; ὀρθός