περιθρύπτω
From LSJ
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
and περι-θρύβω (D.S.3.51),
A rub or pound in pieces, l.c. (Pass.); τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχήν Ph.1.501; περιθρυφθείς Id.2.527.
German (Pape)
[Seite 577] (s. θρύπτω), rings herum zerreiben, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
περιθρύπτω: τρίβω ἢ κοπανίζω εἰς τεμάχια, Διόδ. 3. 51, Wessel. (oἱ κώδικ. περιθρύβεσθαι)· τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχὴν Φίλων 1.501· περιθρυφθεὶς ὁ αὐτ. 2. 527.
Greek Monolingual
Α
κατακερματίζω, κομματιάζω από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θρύπτω «θραύω, συντρίβω, κομματιάζω»].