τονθορύζω

From LSJ
Revision as of 20:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τονθορύζω Medium diacritics: τονθορύζω Low diacritics: τονθορύζω Capitals: ΤΟΝΘΟΡΥΖΩ
Transliteration A: tonthorýzō Transliteration B: tonthoryzō Transliteration C: tonthoryzo Beta Code: tonqoru/zw

English (LSJ)

or τον-ίζω,

   A speak inarticulately, mumble, Ar.Ach.683 (troch.), Ra.747, V.614 (anap.), Luc.Deor.Conc.1, Aristaenet.2.6; gurgle, ἐτονθόρυζε ταῦρος <ὡς> νεοσφαγής A.Fr.298:—in all these passages the best codd. have the form in -ύζω; τονθορύξει (prob. 2sg. fut.) occurs in Herod.7.77; both forms are cited by Hsch.; -ίζω is found in codd. of Gal.2.689, Thom.Mag.p.352R., etc., but is never expressly mentioned by Gramm.; cf. ὑποτονθορύζω.— Rarer collat. forms, τονθολῠγέω, gurgle, Pherecr.108.4; distd. from τανθαρύζω (q.v.) by Ptol.Asc.p.410H., Ammon.Diff.p.79V.; τονθρ-ύζω, Herod.8.8, Opp.C.2.541, 3.169 (recognized as Att. along with τονθορύζω by Phryn.336, cf. PSp.115 B.); cf. τον-ύς, ἡ, muttering, Hsch.; τον-υστής, οῦ, ὁ, mutterer, = γογγυστής, Aq.Pr.16.28; τον-υσμός and τονθορυσμός, ὁ, Phryn.336. (Prob. onomatop.)

German (Pape)

[Seite 1127] u. τονθορίζω, undeutlich reden, murmeln, murren; Ar. Ach. 653 Vesp. 614; der Schol. zur ersten Stelle sagt λάθρα φθεγγόμενοι, ὑπότρομοι, τὰ χείλη κινοῦντες; vgl. Opp. Cyn. 3, 169 u. Phryn. in B. A. 67.

Greek (Liddell-Scott)

τονθορύζω: ἢ -ίζω, γογγύζω, ψιθυρίζω, κρύφα καὶ κατ’ ἐμαυτὸν μετὰ γογγυσμοῦ τι λέγω, κοινῶς «μουρμουρίζω», Ἀριστοφ. Ἀχ. 683, Βάτρ. 747, Σφ. 614, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησία 1, Ἀρισταίν. 2. 6· - ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις τὰ δοκιμώματα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι τὸν τύπον εἰς -ύζω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 358· ἀμφότεροι οἱ τύποι μνημονεύονται παρ’ Ἡσυχ.· ἕτεροι τῶν γραμμ. ἀμφισβητοῦσι περὶ τοῦ πότερος τῶν τύπων ὁ ὀρθός. - Σπανιώτεροι τύποι ἰσοδύναμοι εἶναι: τονθορυγέω ἢ -λυγέω, τονθορυγοῦντες (νῦν πομφολυγοῦντες) Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 4· τονθρύζω ἢ τονθρίζω, Ὀππ. Κυν. 2. 541., 3. 169, πρβλ. τονθρύς, ύος, ἡ, φωνή, ψιθυρισμός, Ἡσύχ.· τονθρυσμός, οῦ, ὁ, Φρυνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Πιθαν. ὀνοματοπ.).

French (Bailly abrégé)

faire entendre un bruit confus ; gronder, murmurer.
Étymologie: DELG apparenté à θόρυβος, θρυλέω.

Greek Monotonic

τονθορύζω: εν χρήσει μόνο στον ενεστ., μιλάω χωρίς να εκφράζομαι με ευκρίνεια, ψιθυρίζω, μουρμουρίζω, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

τονθορύζω: бормотать, ворчать Arph., Luc.

Middle Liddell

τονθορύζω, only in pres.]
to speak inarticulately, mutter, babble, Ar. [Formed from the sound.]

Frisk Etymology German

τονθορύζω: {tonthorúzō}
Forms: Aor. -ύσαι, Fut. -ύξω, auch -ίζω und τονθρύζω,
Grammar: v.
Meaning: murmeln, undeutlich reden, röcheln (A. Fr. 298 = 630 M., Ar., Herod., Luk., Opp. u.a.).
Composita : vereinzelt m. ὑπο-, δια-,
Derivative: Davon τονθ(ο)ρυσμός m. das Murmeln (Phryn.), τονθρυστής = γογγυστής (Aq.); Rückbildung τονθρύς· φωνή H.
Etymology : Expressive Reduplikationsbildung mit Dissimilation zu θόρυβος, θρυλέω, θρέομαι (s.dd.); Suffix wie γογγύζω, γρύζω, ὀλολύζω u.a. (Schwyzer 716). — Daneben τονθολυγέω gurgeln, glucksen (Pherekr.); vgl. οἰνοφλυγέω, -φλυξ, πομφόλυξ, -ύξαι. — Zu τοιθορύσσειν s. τανθαρύζω.
Page 2,909