σύναψις
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = συναφή, contact, Arist.Ph.227a15, Metaph.1069a9, LI971b22, Thphr.Sens.73; ἡ σ. αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν Pl.Tht. 195d: pl., Id.Ti.40c, Plu.2.558f, etc.; dub. in Heraclit.10. II point or line of junction, τῶν πλευρῶν Arist.Mech.854b39; τῆς θερμαστρίδος ib.854a23; τοῦ ἥπατος τῇ μεγάλῃ φλεβί Id.PA667b8; τῆς ἀορτῆς (sc. τῷ πλεύμονι) Id.HA513b13. III in concrete sense, union, cluster (of stars), Id.Mete.343b8. 2 enumeration of misdeeds, deeds, PFlor.295.7 (vi A.D.). IV league, LXX 3 Ki.16.20, 4 Ki. 10.34.
German (Pape)
[Seite 1006] ἡ, Verbindung, ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν, Plat. Theaet. 195 c.
Greek (Liddell-Scott)
σύναψις: ἡ, = συναφή, συνάφεια, σύνδεσις, ἕνωσις, ἐπαφή, Ἀριστ. Φυσ. 5. 3, 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 12, 14· ἡ σ. τινος πρός τι Πλάτ. Θεαίτ. 195C· ― ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 40C, Πλούτ., κλπ. 2) ὁ τοῦ γάμου δεσμός, Θεόδ. Στουδ. σ. 13Ε. ΙΙ. τὸ σημεῖον ἢ ἡ γραμμὴ τῆς ἑνώσεως, ἡ σ. τῶν στιγμῶν Ἀριστ. π. Ἀτόμ. Γραμμ. 46· τῶν πλευρῶν ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 23, 5· τῆς θερμαστρίδος αὐτόθι 21, 2· τοῦ ἥπατος τῇ μεγάλῃ φλεβὶ ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 32· τῆς ἀορτῆς (δηλ. τῷ πλεύμονι) ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 14. ΙΙΙ. ὡς συγκεκριμένον, ἕνωσις, συλλογὴ (ἐπὶ ἀστέρων), ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 6, 11. IV. Σύνδεσμος, συνεννόησις, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ΙϚ΄, 20).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de joindre, liaison, union.
Étymologie: συνάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύναψις -εως, ἡ [συνάπτω] verbinding, contact; astrol. conjunctie.
Russian (Dvoretsky)
σύναψις: εως ἡ
1) соприкосновение, соединение, сочетание, связь (Arst., Plut.; ἡ σ. τινος πρός τι Plat.);
2) собрание, скопление (sc. τῶν ἀστέρων Arst.).