ταγός

From LSJ
Revision as of 08:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾱγός Medium diacritics: ταγός Low diacritics: ταγός Capitals: ΤΑΓΟΣ
Transliteration A: tagós Transliteration B: tagos Transliteration C: tagos Beta Code: tago/s

English (LSJ)

ὁ, (τάσσω

   A commander, ruler, chief, ταγὸς μακάρων, of Zeus, A.Pr.96 (anap.); ταγοὶ Περσῶν Id.Pers.23 (anap.); ξύμφρονε ταγώ prob. in Id.Ag.110 (lyr.); νεῶν, ναῶν, Id.Pers.324, 480, cf. S.Ant. 1057, E.IA269 (lyr.); τῶν Ἀθηνῶν Ar.Eq.159.    II specially, federal commander of Thessalian league, X.HG6.1.6, 6.4.28, etc.    2 pl., college of magistrates in Thessaly, IG9(2).517.3 (Larissa, iii B.C.): sg., one such magistrate, SIG55 (v B.C.), Inscr.Cypr.116,170 H.    3 president of a phratria, Schwyzer 323 A 11, al. (Delph.). [ᾱ, but τᾰγοί was read by Aristarch. and others in Il.23.160; if οἵ τ' ἀγοί is read οἵ τ' is relat. (sc. εἰσίν).]

German (Pape)

[Seite 1063] ὁ, Anordner, Anführer, Befehlshaber; Il. 23, 160; ὁ νέος ταγὸς μακάρων, Aesch. Prom. 96; ταγοὶ Περσῶν, Pers. 23. 472; Soph. Ant. 1044; Eur. I. A. 269; Ar. Equ. 159; sp. D.; bes. in Thessalien gebräuchlicher Ausdruck, Poll. 1, 128; vgl. Xen. Hell. 6, 1, 6. – [Α ist bei den Tragg. lang, wie bei sp. D., Lycophr. 1310 Loll. Bass. 8 (VII, 243) Ep. ad. 165 (App. 352) u. sonst in der Anth.; kurz bei Hom. a. a. O., wo Spitzner u. Bekker τ' ἀγοί lesen, u. Ar. Equ. 159; vgl. auch in dieser Beziehung ταγή u. ταγοῦχος.]

Greek (Liddell-Scott)

τᾱγός: ὁ, (τάσσω), ὁ διατάττων κυβερνῶν, κυβερνήτης, ἀρχηγός, ἡγεμών, ταγὸς μακάρων, ὁ Ζεύς, Αἰσχύλ. Πρ. 96· ταγοὶ Περσῶν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 23 νεῶν, ναῶν ταγοὶ αὐτόθι 324, 480, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1057. Εὐρ. Ι. Α. 269. ΙΙ. κυρίως, ἐπώνυμον τοῦ ἄρχοντος τῶν Θεσσαλῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 6., 4. 28, κτλ. [ᾱ ἀείποτε· διότι τὸ τᾰγοὶ ἐν Ἰλ. Ψ. 160 ἦτο μόνον πλημμ. γραφ. ἀντὶ τ’ ἀγοί.]

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chef, commandant ; particul. en Thessalie chef suprême en temps de guerre.
Étymologie: τάσσω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ηγεμόνας, αρχηγός
2. (στην αρχ. Θεσσαλία) α) ανώτατος πολιτικός ή στρατιωτικός ηγεμόνας, βασιλιάς
β) στον πληθ. οἱ ταγοί
το συμβούλιο τών ηγετών
3. αρχηγός φρατρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταγός έχει σχηματιστεί από το θ. ταγ- του ρ. τăσσω (πρβλ. ταγ-ή, τάγ-μα) εμφανίζει, όμως, το αναμενόμενο βραχύ -ă- μόνο σε κάποια χωρία του ομηρικού κειμένου. Αντίθετα, η λ. απαντά στην τραγική ποίηση και πιθ. σε θεσσαλικές και δελφικές επιγραφές με --, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν της αναλογικής επίδρασης άλλων στρατιωτικών όρων όπως η λ. λοχᾶγός].

Greek Monotonic

τᾱγός: ὁ (τάσσω),
I. αυτός που διατάσσει, κυβερνήτης, αρχηγός, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. ιδίως, επώνυμο του άρχοντα των Θεσσαλών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τᾱγός:τάσσω
1) предводитель, вождь, повелитель Trag., Hom. и Arph. - с ᾰ: τ. μακάρων Aesch. = Ζεύς;
2) (в Фессалии) верховный вождь, главнокомандующий (Plut.; Xen. - v. l. τάγης).

Middle Liddell

τᾱγός, οῦ, ὁ, τάσσω
I. a commander, chief, Aesch., Eur.
II. esp. the Chief of Thessaly, Xen.

Frisk Etymology German

ταγός: {tāgós}
Grammar: m.
Meaning: Anführer, Gebieter (Trag.), insbes. Titel thessalischer Beamter und des thess. Bundeshauptmanns (thess. Inschr., X.), Vorsitzender einer Phratrie (delph. Inschr.); zur Bed. usw. Bowra JHSt. 54, 56.
Derivative: Davon ἀταγία f. ‘Mangel eines τ.’ (thess.), ταγεύω, auch m. συν-, ταγός sein]] (thess., delph., X.), Med. zum Anführer bestellen (A. Th. 58), -έω Gebieter sein (A. Pers. 764). Unsicher ταγά f. Leitung (A. Ag. 110 [lyr.]); vgl. ταγή s. τάσσω. Über angebliches ταγοί (Ψ 160) s. Wackernagel Unt. 222.
Etymology : Thessalischer Amtstitel, der von den Tragikern dem fremden Kolorit zuliebe aufgegriffen wurde (vgl. Björck Alpha impurum 153). Seit alters mit τάσσω, τάττω verbunden, wobei die Vokallänge uralt sein muß. Nach Bezzenberger BB 12, 240 wäre damit zunächst lit. pa-togùs ‘bequem, gefügig. gefällig’, su-tógti sich trauen lassen, sich verheiraten, sich verbinden zu vergleichen. Abzulehnen Scovazzi Atti del sodalizio glottologico milanese 1 (1948) 11 f. — Nach Meillet Mél. Glotz (Paris 1932) 2, 587ff. Fremdwort.
Page 2,845-846