ἐπιτριβή
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
English (LSJ)
ἡ,
A irritation, provocation, Baillet Inscr. des tombeaux des rois 1405 (dub. sens.). II destruction, damnation, Sch.rec.S.Aj. 103.
German (Pape)
[Seite 996] ἡ, das Zerreiben, Schol. Soph. Ai. 103; – Anfechtung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτρῐβή: ἡ, συντριβή, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 103· καταστροφή, βλάβη, Ὠριγ. Ι. 1140, ΙΙΙ. 1173Β, Εὐσέβ. ΙΙΙ. 225C, Ἀθαν. Ι. 768D.
Greek Monolingual
ἐπιτριβή, ἡ (Α) επιτρίβω
1. πρόκληση, ερεθισμός
2. συντριβή, καταστροφή, καταδίκη
3. ζημιά, βλάβη, εμπόδιο («ἐπὶ τῇ τούτων ἐπιτριβῇ καὶ φυσιώσει», Ευσ.)
4. εναντίωση, επιμονή.