περικήδομαι
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
A to be very anxious or concerned about, c. gen., 'Οδυσσῆος Od.3.219 ; ἀνδρῶν σικαίων περικαδόμενοι Pi.N.10.54 ; π. τινὶ βιότου take care of his substance for him, Od.14.527.
German (Pape)
[Seite 579] (s. κήδω), sehr besorgt od. bekümmert sein, τινός, um Einen, Ὀδυσῆος περικήδετο, Od. 3, 219; οἷ βιότου, 14, 527; μάλα δικαίων περικαδόμενοι, Pind. N. 10, 54.
Greek (Liddell-Scott)
περικήδομαι: ἀποθ., εἶμαι ἀνήσυχος, περίφροντις περί τινος, μετὰ γεν., Ὀδυσσῆος Ὀδ. Γ. 219· ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. 10. 99· χαῖρε δ’ Ὀδυσσεὺς ὅττι ῥὰ οἱ - βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος, ἔχαιρε δὲ ὁ Ὀδυσσεὺς ὅτι ἐν ἀπουσίᾳ αὐτοῦ ὁ συβώτης Εὔμαιος ἐφρόντιζε διὰ τὴν περιουσίαν του Ὀδ. Ξ. 527.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. épq. περικήδετο;
1 prendre soin de : τινι βιότου OD prendre soin de qqn pour veiller sur ses biens;
2 prendre soin de, s’inquiéter de, gén..
Étymologie: περί, κήδομαι.
English (Autenrieth)
ipf. περικήδετο: care greatly for, take good care of; τινός, γ 21, Od. 14.527.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. περικάδομαι Α
φροντίζω και ανησυχώ πάρα πολύ για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κήδομαι «φροντίζω»].
Greek Monotonic
περικήδομαι: αποθ. μόνο στον ενεστ., φροντίζω υπερβολικά ένα πρόσωπο, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· περικήδομαί τινι βιότου, προσέχω την ζωή κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κήδομαι, Dor. περικᾱ́δομαι, imperf. 3 sing. περικήδετο, zich bekommeren om, met gen.: οἱ βιότου περικήδετο hij zorgde voor zijn levende have Od. 14.527.
Russian (Dvoretsky)
περικήδομαι: дор. περικάδομαι (κᾱ) (только praes. и impf.) горячо заботиться (τινος Hom., Pind.): π. βιότου τινί Hom. заботиться о чьем-л. имуществе.
Middle Liddell
only in pres.]
Dep. to be very anxious about a person, c. gen., Od., Pind.:— π. τινι βιότου to take care of a living for him, Od.