προεκβάλλω
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
English (LSJ)
A throw out, eject before, Arist.HA605a7; squeeze out first, ἰκμάδα Dsc.5.87. II Astrol., calculate first, τὸν τῆς τύχης κλῆρον Cat.Cod.Astr.1.167.
German (Pape)
[Seite 718] (s. βάλλω), vorher herauswerfen, Arist. H. A. 8, 24 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προεκβάλλω: ἐκβάλλω πρότερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24. 10.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
1. προεκτείνω, προβάλλω
2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχω
αρχ.
1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῦ πώλου», Αριστοτ.)
2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού το συνθλίψω («προεκβάλλειν ἰκμάδα», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκβάλλω «εκτείνω, εξάγω βίαια, πετώ έξω»].
Russian (Dvoretsky)
προεκβάλλω: выбрасывать вперед, извергать из себя (π. τι πρό τινος Arst.).