ἀμφιπλήξ

From LSJ
Revision as of 14:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene

Menander, Monostichoi, 206
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπλήξ Medium diacritics: ἀμφιπλήξ Low diacritics: αμφιπλήξ Capitals: ΑΜΦΙΠΛΗΞ
Transliteration A: amphiplḗx Transliteration B: amphiplēx Transliteration C: amfipliks Beta Code: a)mfiplh/c

English (LSJ)

ῆγος, ὁ, ἡ,

   A striking with both sides, φάσγανον Id.Tr. 930: metaph., of a father's and mother's curse, ἀρά OT417.

German (Pape)

[Seite 142] ῆγος, mit beiden Seiten schlagend, zweischneidig, φάσγανον Soph. Tr. 926; vgl. σφῦραι Leon. Tac. 4 (VI, 205); übertr. ἀρά, der doppelt treffende, vernichtende, Soph. O. R. 417.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ δι’ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν πλήττων, δίστομος, φάσγανον Σοφ. Τρ. 930· ἀρὰ Ο.Τ. ΙΙ. = τῷ προηγ. 1. Παυλ. Σιλ. Ἄμβων 252.

French (Bailly abrégé)

ῆγος (ὁ, ἡ)
qui frappe des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, πλήσσω.

Spanish (DGE)

-ῆγος
1 batido, golpeado por ambos ladosde un istmo, Paul.Sil.Ambo 252, γῆ Poll.9.18, de un pandero, Nonn.D.13.509, cf. 29.285.
2 que hiere por ambos lados o filos ἀμφιπλῆγι φασγάνῳ πλευρὰν ... πεπληγμένην S.Tr.930, ἀμφιπλῆγι μαχαίρῃ Nonn.D.27.129, σφῦραι AP 6.205 (Leon.)
fig. de la maldición de los padres ἀμφιπλὴξ ... ἀρά S.OT 417.

Greek Monolingual

ἀμφιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α)
1. (για ξίφη) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος
2. (κατάρα) που εκτοξεύεται από πατέρα και μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πλήξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. ἁλιπλήξ, οἰστροπλήξ, παραπλήξ κ.ά.].

Greek Monotonic

ἀμφιπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αυτός που έχει δύο αιχμές, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπλήξ: ῆγος adj.
1) обоюдоострый (φάσγανον Soph.);
2) двойной (μητρός τε καὶ πατρὸς ἀρά Soph.);
3) двухсторонний (σφῦραι Anth.).

Middle Liddell

πλήσσω
striking with both sides, double-edged, Soph.