ἀποτυμπανίζω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
(later ἀποτύμπᾰν-τυπ- UPZ119 (ii B.C.), POxy.1798.1.7),
A crucify on a plank, D.8.61,9.61:—Pass., Lys.13.56, D.19.137, Arist. Rh. 1383a5, Beros. ap. J.Ap.1.20. 2 generally, destroy, Plu.2.1049d.
German (Pape)
[Seite 333] abpauken, abprügeln, Dem. 9, 61 u. Sp.; bes. tödten, hinrichten, Lys. 13, 56; köpfen, Posidon. bei Ath. IV, 154.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτῠμπανίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ξυλοκοπῶ, «σκοτώνω ᾿ς τὸ ξύλον», «τουμπανίζω», πρβλ. τὸ Ρωμαϊκὸν fustuarium, Δημ. 104. 25., 126. 17: - Παθ., Λυσ. 135. 9, Δημ. 383. 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14: - Οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἰω. Χρυσ. ὅστις ἐρμηνεύει αὐτὸ ἐσφαλμένως ἀποκεφάλισις.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποτυμπανίσω, att. ἀποτυμπανιῶ;
rouer de coups de bâton.
Étymologie: ἀπό, τυμπανίζω.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἀποτυπ- gener. en pap.
1 matar o ejecutar a palos (prob. acompañándolo c. otras acciones infamantes), a asesinos, Lys.13.56, Vit.Fr.Pap. en POxy.1798.1.7, traidores, D.8.61, 9.61, de mártires, Eus.HE 5.1.47, τοὺς μὲν ... ἀπετυμπάνισαν, τοὺς δὲ ἀνεσκολόπισαν Thdt.Affect.9.16, cf. Cels.8.54c, a perros rabiosos, Nil.M.79.157A, Chrys.M.57.442
•en v. pas., Lys.13.65, οἱ ἀποτυμπανιζόμενοι los ejecutados a palos Arist.Rh.1383a5, cf. D.19.137, Plu.Dio 28, Ephr.Syr.1.218B, ὑπὸ τῶν φίλων ἀπετυμπανίσθη Beros.9a
•azotar, apalear sin llegar a la muerte λέγ[ω] ν ἀποτυπανιεῖν αὐτοὺς καὶ ἐμὲ καὶ ἐγβαλεῖν ἐκ τῆς κώμης PEnteux.86.6 (III a.C.), cf. en v. pas. UPZ 119.37 (II a.C.), Plu.Sull.6, en la escuela μειράκια ἀποτυμπανίζειν Them.Or.21.251b, a Cristo antes de la crucifixión ἄνθρωπον ἀτιμότατα ἀπαχθέντα καὶ ἀποτυμπανισθέντα Cels.Phil.2.31a.
2 en gener. ejecutar, destruir ὁ δὲ Ζεὺς ... φύσας αὐτὸς καὶ αὐξήσας ἀποτυμπανίζει pero Zeus habiendo creado el mismo (al hombre) y hecho progresar (lo) destruye Plu.2.1049d, cf. 2.968e, en v. pas. αἰσχίστοις βασάνοις LXX 3Ma.3.27
•esp. ref. a la decapitación Ἰάκοβον Ἡρώδης ἀπετυμπάνισε Thdt.Qu.in De.42, en v. pas., de los romanos que se ofrecían a ello por cinco minas, Euph.44.5.
Greek Monolingual
ἀποτυμπανίζω (Α)
1. θανατώνω με αποτυμπανισμό
2. εξολοθρεύω, εξοντώνω.
Greek Monotonic
ἀποτυμπᾰνίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ, ξυλοκοπώ, σκοτώνω στο ξύλο, κάνω κάποιον «τούμπανο» στο ξύλο, υποβάλλω κάποιον στο βασανιστήριο της φάλαγγας, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτυμπᾰνίζω: избивать палками, забивать до смерти Lys., Arst., Dem., Plut.