ἀπονοέομαι

From LSJ
Revision as of 15:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονοέομαι Medium diacritics: ἀπονοέομαι Low diacritics: απονοέομαι Capitals: ΑΠΟΝΟΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aponoéomai Transliteration B: aponoeomai Transliteration C: aponoeomai Beta Code: a)ponoe/omai

English (LSJ)

   A have lost all sense,    1 of fear, to be desperate, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι X.HG6.4.23; ταῖς γνώμαις Plb.16.31.1; ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι desperate men, Th.7.81, cf. X.HG7.5.12.    2 of shame or duty, ἀπονενοημένος abandoned fellow, Thphr.Char. 6.1, cf. Isoc.8.93, D.19.69:—later in Act., make desperate, J.AJ18.1.6.

German (Pape)

[Seite 317] dep. pass., von Sinnen kommen, die Besinnung verlieren, verzweifeln, Xen. ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Hell. 6, 4, 23; ἀπονενοημένος 7, 5, 12, vom Muth der Verzweiflung; wie Thuc. 7, 81 u. Luc. Asin. 23; ταῖς γνώμαις Pol. 16. 31; sich selbst aufgeben, Plut. Sol. 31; auch mit dem inf., zu einem verzweifelten Wagniß schreiten, Dio Chrys. II, 134, mit der v. 1. ἐπενοήθησαν; ὁ ἀπονενοημένος, ein verzweifelter, sittlich verlorner, gemeiner Mensch, Isocr. 8, 93; Dem. 25, 32; vgl. Theophr. Char. 6. Vgl. ἀπονενοημένως.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονοέομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ. (νοέω): ― χάνω τὸν νοῦν μου, εἶμαι ἐν ἀπονοίᾳ. 1) ἐπὶ φόβου, εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἀπονοηθέντας διαμάχεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, ἐν ἀπογνώσει, Θουκ. 7. 81· ὁ ἀπονενοημένος Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 12· πρβλ. ἀπονενοημένως. 2) ἐπὶ ἀναισχύντου, ἀπονενοημένος, χαμένος, πρόστυχος, αἰσχρός· ὁ δὲ ἀπονενοημένος τοιοῦτός τις… τῷ ἤθει ἀγοραῖός τις, καὶ ἀνασεσυρμένος καὶ παντοποιός. Δεινὸ δὲ… καὶ πορνοβοσκῆσαι… καὶ μηδεμίαν ἐργασίαν αἰσχρὰν ἀποδοκιμάσαι Θεοφρ. Χαρ. 6, πρβλ. Ἰσοκρ. 177Ε, Δημ. 363. 7: ἀλαζονεύομαι, Ἰω, Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

-οοῦμαι;
perdre la raison, avoir l’esprit égaré (par le désespoir) ; être désespéré.
Étymologie: ἀπό, νοέω.

Greek Monotonic

ἀπονοέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ -ενοήθην, παρακ. -νενόημαι· αποθ.· (νοέω)· χάνω το νου μου, λέγεται·
1. για φόβο, πέφτω σε απελπισία, σε απόγνωση, σε Ξεν.· ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι, απελπισμένοι άνθρωποι, Λατ. perditi, σε Θουκ.
2. για άνθρωπο αναίσχυντο, ἀπονενοημένος, πρόστυχος, αισχρός, «το χαμένο κορμί», σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονοέομαι: терять самообладание, приходить в отчаяние; ἀπονενοημένος Thuc., Xen. отчаянный, отчаянно храбрый, но тж. Isocr. отчаянный, пропащий, негодный; ἀπονοηθέντες διεμάχοντο Xen. они сражались отчаянно.

Middle Liddell

νοέω
Dep. to have lost all sense,
1. of fear, to be desperate, Xen.; ἄνθρωποι ἀπονενοημένοι desperate men, Lat. perditi, Thuc.
2. of shame, ἀπονενοημένος an abandoned fellow, Theophr.