ἐπαρτίζω
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
A get ready, in Ep. aor. ἐπαρτίσσειεν A.R.1.1210:—Med., c. inf., ib.877. II intr., fit in, ἐς τὸν μυκτῆρα Hp.Morb.2.33.
German (Pape)
[Seite 905] bereiten, zurüsten; πάντα ἐπαρτίσσειεν Ap. Rh. 1, 1210; im med., 1, 877.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρτίζω: ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, πάντα... ἐπαρτίσσειεν ἰόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1210. - Μέσ. μετ’ ἀπαρ., ἐπαρτίζοντο νέεσθαι, παρεσκευάζοντο νά.., αὐτόθι 877.
Greek Monolingual
ἐπαρτίζω (Α)
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω
2. μέσ. επαρτίζομαι (με απρμφ.) ετοιμάζομαι
3. (αμτβ.) προσαρμόζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρχίζω «κοσμώ, παρασκευάζω»].