ὑπηνήτης
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one that is just getting a beard (cf. foreg.), πρῶτον ὑ. a youth with his first beard, Il.24.348, Od.10.279, cf. Pl.Prt.309b (quoting Homer), Him.Ecl.13.24, al.; Ἑρμῆς ὑ., opp. Ζεὺς γενειήτης, Luc. Sacr.11: generally, bearded, τράγος AP6.32 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1206] ὁ, der Bärtige, der einen Bart trägt; πρῶτον ὑπηνήτης Il. 24, 348 Od. 10, 279; ἥβην τοῦ ὑπηνήτου Plat. Prot. 309 b. – Auch der Bart, Agath. 29 (VI, 32).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπηνήτης: -ου, ὁ, ὁ ἄρτι γενειῶν (πρβλ. ὑπήνη), πρῶτον ὑπηνήτῃ, «ἀρχομένῳ γενειάζειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279· χαριεστάτην ἥβην εἶναι τοῦ ὑπηνήτου Πλάτ. Πρωτ. 309Β· Ἑρμῆς ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ Ζεὺς γενειήτης, Λουκ. π. Θυσ. 11, πρβλ. Müller Arch. d. Kunst. § 379. καθόλου πωγωνοφόρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τράγος. Ἀνθ. Π. 6. 32. - Θηλυκόν τι ὑπηνῆτιν τρίχα εὕρηται ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 431.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
barbu.
Étymologie: ὑπήνη.
English (Autenrieth)
(ὑπήνη, under part of the face): with a beard; πρῶτον, ‘getting his first beard,’ Od. 10.279 and Il. 24.348.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. εκείνος που αρχίζει να βγάζει γένεια («ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που έχει γένεια, πωγωνοφόρος («ὑπηνήτην τράγον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπήνη + κατάλ. -της].
Greek Monotonic
ὑπηνήτης: -ου, ὁ, αυτός που μόλις βγάζει, αποκτά γένια, σε Όμηρ., Πλάτ.· γενικά, γενειοφόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπηνήτης: ου adj. m бородатый Plat., Luc., Anth.: πρῶτον ὑ. Hom. с первым пушком на щеках.
Middle Liddell
ὑπηνήτης, ου, ὁ,
one that is just getting a beard, with one's first beard, Hom., Plat.:—generally bearded, Anth.