χελιδόνιος
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
or χελῑδ-όνειος, α, ον, also ος, ον Poll.6.81:—
A of the swallow, μέλος Suid.; χ. τεῖχος built by swallows, Thrasyll. ap. Ps.-Plu.Fluv.16.2. II like the swallow, esp. coloured like the swallow's throat, reddish-brown, russet, ἰσχάδες χελιδόνιαι russet-coloured figs, Philem.Gloss. ap. Ath. 14.652f., cf. Dsc.5.32, Poll.l.c.; χ. πυρός Dsc.Eup.1.228; χελιδόνια (sc. σῦκα) Ar.Fr.569.4 (χελιδόνεια Epigen.1.2). 2 χελιδονία, ἡ, a kind of gem, Plin.HN37.155; lapis chelidonius ib.11.203. 3 χ. ἀσπίς, a kind of asp, Philum.Ven.16.1, Gal. 14.235, cf. χελιδονιαῖος. 4 δασύπους χελιδόνειος, of the common hare, Diph.1. 5 χελιδονεία κύλιξ, name of a kind of cup, IG11(2).154B7 (pl., Delos, iii B.C.), cf. 145.46 (ib., iv. B.C.), Inscr.Delos385a53 (ii B. C.). 6 χελιδόνιον, τό, an eye-salve, CIL13.10021.93.
German (Pape)
[Seite 1348] von der Schwalbe, der Schwalbe gehörig, ihr ähnlich; dah. – a) συκαῖ oder ἰσχάδες χελιδόνιαι, eine Art Feigen, von rostbrauner od. braunrother Farbe, wie die Schwalbe an der Brust, Ath. XIII, 582, ἐρυθρομέλαιναι XV, 652 e; vgl. χειλιδόνειος; Diosc. – b) eine braunrothe Schlangenart, Galen. u. Plin. – c) auch ein Beiw. des Hasen, weil er, wie die Schwalbe, oben dunkelbraun und am Bauche weiß ist, δασύπους χελιδόνειος Diphil. b. Ath. IX, 401 a. – d) ein schwalbenfarbiger Stein, chelidonius, Plin. H. N. 37, 10.
Greek (Liddell-Scott)
χελῑδόνιος: ἢ -ειος, α, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Πολυδ. Ϛ΄, 81· - ὁ τῆς χελιδόνος, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν χελιδόνα, μέλος Σουΐδ.· τεῖχος χ., οἰκοδομηθὲν ὑπὸ τῶν χελιδόνων, Θράσυλλ. παρὰ Πλουτ. 2. 1157D. ΙΙ. ὅμοιος χελιδόνι, μάλιστα δὲ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ λαιμοῦ τῆς χελιδόνος, ἐρυθρὸς καὶ μελαψός, ἰσχάδες χελιδόνιαι, μελαψὰ σῦκα, Ἀθήν. 652Ε, πρβλ. Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω, χελιδόνια (ἐξυπακουομ. τοῦ σῦκα) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476· χελιδόνεια Ἐπιγένης ἐν «Βακχείᾳ» 1. 2. 2) χελιδονέα, ἡ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 56· lapis chelidonius (πρβλ. χελιδὼν Ι), Πλίν. 11. 79. 3) εἶδος ὄφεως, Γαλην. 4) τί τοῦτο ; ποδαπὸς οὗτος ; Β. χελιδόνειος ὁ δασύπους, ἐπὶ τοῦ κοινοῦ λαγοῦ, Δίφλος ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 semblable à l’hirondelle, particul. noirâtre comme l’hirondelle;
2 qui ramène l’hirondelle en parl. d’un vent.
Étymologie: χελιδών.
Greek Monolingual
και χελιδόνειος, -ον, θηλ. και -ία, Α χελιδών, -όνος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χελιδόνι (α. «χελιδόνιον τεῑχος» — τείχος χτισμένο από χελιδόνια, Θράσυλλ.
β. «χελιδόνιον μέλος» — το τραγούδι του χελιδονιού, λεξ. Σούδα)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χελιδονία
ονομασία πολύτιμου λίθου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ χελιδόνιον
αλοιφή για τα μάτια
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χελιδόνια
α) ποικιλία σύκων, βασιλικά σύκα, βασιλόσυκα
β) γιορτή στη Ρόδο, κατά την οποία τα παιδιά τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα
5. φρ. α) «χελιδόνιος ἀσπίς» — ονομασία φιδιού (Φιλούμ.)
β) «δασύπους χελιδόνειος» — ο λαγός (Δίφιλ.)
γ) «χελιδόνιαι ἰσχάδες» — σκουρόχρωμα ξερά σύκα (Πολυδ.)
δ) «χελιδονεία κύλιξ» — τύπος ποτηριού επιγρ..
Greek Monotonic
χελῑδόνιος: ή -ειος, -α, -ον (χελῑδών), αυτός που ανήκει στο χελιδόνι, όμοιος με χελιδόνι, ιδίως με χρώμα όμοιο με το χρώμα του λαιμού του χελιδονιού, ερυθρός-μελαμψός, κοκκινόμαυρος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χελῑδόνιος: ласточкин Plut.: Χελιδόνιαι или Χελιδόνε(ι)αι νῆσοι Dem., Plut., Luc. Ласточкины острова (группа из пяти островков у южн. побережья Ликии).
Middle Liddell
χελῑδόνιος, ορ -ειος, η, ον [χελῑδών]
of the swallow, like the swallow, esp. coloured like the swallow's throat, reddish-brown, russet, Ar.