Σκυθίζω
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
A behave like a Scythian, i.e., 1 drink immoderately, Hieronym.Rhod. ap. Ath.11.499f; cf. ἐπισκυθίζω. 2 from the Scythian practice of scalping slain enemies, shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῷ E.El.241; so [χαίτην] ἐσκύθιξε φασγάνῳ cut it off in mourning, Epigr.Gr.790.8 (Achaea): cf. ἀποσκυθίζω. 3 talk Scythian, Him.Or.30.1.
German (Pape)
[Seite 906] ein Scythe sein, wie ein Scythe leben, bes. unmäßig wie ein Scythe zechen, Ath. XI, 499 f. Auch = das Haar nach scythischer Sitte beschneiden, es glatt wegscheeren, κρᾶτα πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241. Vgl. ἀποσκυθίζω.
Greek (Liddell-Scott)
Σκῠθίζω: μέλλ. -ίσω, φέρομαι ὡς Σκύθης· δηλ.,1) πίνω ἀμέτρως, Ἱερώνυμ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 499F· πρβλ. ἐπισκυθίζω. 2) ἐκ τῆς συνηθείας τῶν Σκυθῶν τοῦ νὰ ἀποσπῶσι τὸ δέρμα ἐκ τῶν κεφαλῶν τῶν ἐχθρῶν (Ἡρόδ. 4. 64), κατήντησε νὰ σημαίνῃ ξυρίζω τὴν κεφαλήν, ἐσκυθισμένος ξυρῷ Εὐρ. Ἠλ. 241· οὕτω, [χαίτην] ἐσκύθιξε, ἔκειρεν αὐτὴν μὲχρι τοῦ δέρματος εἰς σημεῖον πένθους, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 970. 8· πρβλ. ἀποσκυθίζω, χειρόμακτρον. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44.
Greek Monotonic
Σκῠθίζω: μέλ. -ίσω, συμπεριφέρομαι ως Σκύθης, μιμούμαι τα ήθη των Σκυθών· απ' όπου, λόγω της συνήθους πρακτικής των Σκυθών να αφαιρούν το δέρμα του κεφαλιού των σκοτωμένων εχθρών τους, κατέληξε να σημαίνει, ξυρίζω το κεφάλι μου· ἐσκυθισμένος ξυρῷ, σε Ευρ.
Middle Liddell
Σκῠθίζω, [from Σκύ˘θης]
to behave like a Scythian: hence, from the Scythian practice of scalping slain enemies, to shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῷ Eur.
to behave like a Scythian: hence, from the Scythian practice of scalping slain enemies, to shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῶι Eur.