γεωμέτρης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ου, ὁ, A land-measurer, ib.28 (ii A. D.):—but usu., geometer, Pl.Tht.143b, al., cf. Men.495, CIG3544 (Perg.).
German (Pape)
[Seite 488] ὁ, Land-, Feldmesser, die Geometrie verstehend, Plat. Theaet. 143 b Euthyd. 290 b; Xen. Mem. 4, 2, 10 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεωμέτρης: -ου, ὁ, ὁ τὴν γῆν μετρῶν, γεωμέτρης, Πλάτ. Θεαιτ. 143Β, κ. ἀλλ., πρβλ. Μένανδ. Ὑπ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 3544, κ. ἀλλ.· ἴδε γαμέτρας.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
géomètre, arpenteur.
Étymologie: γῆ, μετρέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. γαμ- TEracl.1.187
1 geómetra, que cultiva la geometría Pl.Tht.143b, Grg.465b, Arist.Ph.185a1, Metaph.1089a21, Aristox.Harm.42.16, IP 333.10 (II d.C.), Plu.2.140a, Hero Def.135.8, Gal.5.652, Aristid.Quint.32.14, Vett.Val.70.6
•profesor de geometría Men.Fr.430a, Plu.2.737d, en un gimnasio DP 7.70, ISestos 5.4.
2 agrimensor, TEracl.l.c., D.Chr.70.9, 71.8, PCair.Zen.387.13 (III a.C.), BGU 12.28 (II d.C.), SEG 32.1287.13 (Frigia III d.C.), POxy.1469.6 (III d.C.), 3758.160 (IV d.C.), PBerl.Borkowski 4.35 (III/IV d.C.), PCair.Preis.8.5 (IV d.C.), Hsch.
Greek Monolingual
ο (AM γεωμέτρης)
ο επιστήμονας που έχει ειδικευθεί στη γεωμετρία
νεοελλ.
1. ο αργόσχολος, αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους σαν να θέλει να τους μετρήσει
2. αυτός που ασχολείται με απλές τοπογραφικές εργασίες
αρχ.
εκείνος ο οποίος ασχολείται με την καταμέτρηση της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -μετρης < μετρώ].
Greek Monotonic
γεωμέτρης: -ου, ὁ (μετρέω), αυτός που μετρά τη γη, ειδικός στη γεωμετρία, γεωμέτρης, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γεωμέτρης: ου ὁ землемер, геометр Xen., Plat., Arst.
Middle Liddell
[γῆ, μετρέω
a land-measurer, geometer, Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεωμέτρης -ου, ὁ [γῆ, μετρέω die zich bezighoudt met geometrie, meetkundige.