καταλύσιμος

From LSJ
Revision as of 23:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλύσιμος Medium diacritics: καταλύσιμος Low diacritics: καταλύσιμος Capitals: ΚΑΤΑΛΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: katalýsimos Transliteration B: katalysimos Transliteration C: katalysimos Beta Code: katalu/simos

English (LSJ)

[ῠ], ον,    A to be dissolved or done away, κακόν S.El.1247 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1361] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.

Greek (Liddell-Scott)

καταλύσιμος: -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à dissoudre, à faire cesser.
Étymologie: καταλύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καταλύσιμος, -ον) κατάλυσις
νεοελλ.-μσν.
(για τρόφιμα) εκείνος του οποίου επιτρέπεται η κατάλυση σε ημέρες νηστείας («το λάδι είναι καταλύσιμο όλα τα Σάββατα, εκτός του Μεγάλου Σαββάτου»)
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που πρέπει να καταλυθεί, να διαλυθεί, να αφανιστεί.

Greek Monotonic

καταλύσιμος: -ον, αυτός που πρέπει να διαλυθεί ή να καταργηθεί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταλύσιμος: (ῠ) устранимый, искоренимый (κακὸν οὐ καταλύσιμον Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λύσιμος -ον oplosbaar:. οὔποτε καταλύσιμον nooit ongedaan te maken Soph. El. 1247.

Middle Liddell

καταλύσιμος, ον
to be dissolved or done away, Soph.