στέγασμα

From LSJ
Revision as of 22:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέγασμα Medium diacritics: στέγασμα Low diacritics: στέγασμα Capitals: ΣΤΕΓΑΣΜΑ
Transliteration A: stégasma Transliteration B: stegasma Transliteration C: stegasma Beta Code: ste/gasma

English (LSJ)

ατος, τό,    A anything which covers or shelters, covering, X.An.1.5.10 (pl.); ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Antiph. 181; σ. ὤας ἢ διφθέρας SIG1259.5 (Athens, iv B.C.); τὰ σ. τοῖς πλοίοις awnings, PCair.Zen.53.7 (iii B.C.).    2 roof, opp. σκέπασμα, Pl.Plt.279d, cf. Criti.111c.

German (Pape)

[Seite 932] τό, alles Bedeckende, Bedeckung; von σκεπάσματα unterschieden, u. daher στεκτικὸς ῥευμάτων erklärt, Plat. Polit. 279 d; Dach, Critia. 111 c; Xen. An. 1, 5, 10, wo Krüger σκεπάσματα aufgenommen hat.

Greek (Liddell-Scott)

στέγασμα: τό, πᾶν τὸ καλύπτον ἢ προφυλάττον τι, σκέπη, κάλυμμα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1. 2) στέγη, Λατιν. tectum, ἀντίθετον τῷ σκέπασμα, Πλάτ. Πολιτικ. 279D, πρβ. Κριτί. 111C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
abri.
Étymologie: στεγάζω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στεγάζω
σκέπη, κάλυμμα, καθετί που σκεπάζει ή προφυλάσσει κάτι
νεοελλ.
1. η στέγαση, η εγκατάσταση σε σπίτι
2. το στέγαστρο
αρχ.
φρ. «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» — τα σκεπάσματα, οι τέντες πάπ..

Greek Monotonic

στέγασμα: -ατος, τό (στεγάζω), οτιδήποτε κατάλληλο για κάλυψη, σκέπαστρο, σε Ξεν.· σκεπή, Λατ. tectum, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

στέγασμα: ατος τό
1) крыша, кровля Xen., Plat.;
2) кров, жилье (κεράμεα στεγάσματα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέγασμα -ατος, τό [στεγάζω] bedekking; spec. dak. Plat. Plt. 279d.

Middle Liddell

στέγασμα, ατος, τό, στεγάζω
anything which covers, a covering, Xen.:— a roof, Lat. tectum, Plat.

English (Woodhouse)

covering, that which gives shelter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)