τροπαία

From LSJ
Revision as of 09:14, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπαία Medium diacritics: τροπαία Low diacritics: τροπαία Capitals: ΤΡΟΠΑΙΑ
Transliteration A: tropaía Transliteration B: tropaia Transliteration C: tropaia Beta Code: tropai/a

English (LSJ)

(sc. πνοή), ἡ,    A an alternating wind, esp. one which blows back from sea to land, opp. ἀπογεία, Arist.Pr.940b22, 945a6, Thphr. Vent.31,53; tropaei (venti), Plin.HN2.114; τ. is said to have meant ἡ ἐναντία πνοή in S.Fr.1103 (where τριπαία, τρίπαια, τριπαῖα codd.).    II metaph., λήματος, φρενὸς τροπαία, a change in the spirit of one's heart or mind, A.Th.706, Ag.219 (both lyr.); but τ. κακῶν a change from, release from... Id.Ch.775.

Greek (Liddell-Scott)

τροπαία: (ἐξυπακ. πνοή), ἡ, ἡ ἐναντία πνοή, πνοὴ ἀνέμου ἐκ τῆς θαλάσσης πρὸς τὴν ξηράν, ἀντίθετον τῷ ἀπογεία, ἥτις ἦτο πνοὴ ἀνέμου ἐκ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 950, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 5 καὶ 40, Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 31 καὶ 53· tropaei (venti) παρὰ Πλινίῳ 2. 44, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 314. ΙΙ. μεταφορ., λήματος, φρενὸς τροπαία, μετατροπή, μεταβολὴ τῶν διαθέσεων καὶ τῶν φρονημάτων τινός, Αἰσχύλ. Θηβ. 706, Ἀγ. 219, ἔνθα ἴδε Blomf.· ἀλλά, τρ. κακῶν, μεταβολλή, ἀπαλλαγὴ ἀπό..., ὁ αὐτ. ἐν Χο. 775.

French (Bailly abrégé)

v. τροπαῖος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. τροπαῑος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. τροπαῖος.

Greek Monotonic

τροπαία: (ενν. πνοή), ἡ, αντίθετος άνεμος· μεταφ., λήματος, φρενὸς τροπαία, μεταβολή των διαθέσεων και των σκέψεων κάποιου, σε Αισχύλ.· τροπαία κακῶν, απαλλαγή από τα κακά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τροπαία:
1) (sc. πνοή) переменивший или меняющий направление ветер, т. е. ветер, дующий с моря Soph., Arst., Plut.;
2) перемена, поворот: φρενὸς τ. Aesch. перемена образа мыслей; τροπαίαν κακῶν θεῖναι Aesch. положить конец несчастьям.

Middle Liddell


(sc. πνοή), an alternating wind:—metaph., λήματος, φρενὸς τροπαία a change in the spirit of one's mind, Aesch.; τρ. κακῶν a release from evils, Aesch.