ἀλετρεύω
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
fut. -εύσω, Lyc.159, strengthd. from ἀλέω, A grind, Od.7.104, Hes.Fr. 264, A.R.4.1095, Babr.129.
German (Pape)
[Seite 93] mahlen, Hom. einmal, Od. 7, 104; übh. zermalmen, Ap. Rh. 4, 1094; Lycophr. 159.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλετρεύω: μέλλ. -εύσω, ἐκτεταμένος τύπος ἐκ τοῦ ἀλέω = ἀλέθω, Ὀδ. Η. 104.
French (Bailly abrégé)
moudre.
Étymologie: ἀλέω.
English (Autenrieth)
grind, Od. 7.104†.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
moler μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν Od.7.104, cf. Hes.Fr.337, Nonn.D.20.242, χαλκόν A.R.4.1095, πέτραν Lyc.159, πυρόν Babr.129.5 (cj.).
Greek Monolingual
(I)
ἀλετρεύω (Α) ἀλετρίς
αλέθω.
(II)
οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του -ο- σε -ε- και ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -λ-.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής].
Greek Monotonic
ἀλετρεύω: μέλ. -εύσω (ἀλέω), αλέθω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλετρεύω: молоть, размалывать Hom.