ἑτερόγναθος

From LSJ
Revision as of 22:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόγνᾰθος Medium diacritics: ἑτερόγναθος Low diacritics: ετερόγναθος Capitals: ΕΤΕΡΟΓΝΑΘΟΣ
Transliteration A: heterógnathos Transliteration B: heterognathos Transliteration C: eterognathos Beta Code: e(tero/gnaqos

English (LSJ)

ον,    A with one side of the mouth harder than the other, [[[ἵπποι]]] X.Eq.1.9, al.; glossed by ἀπειθής, ἢ ἄπληστος, Phot.

German (Pape)

[Seite 1048] ἵππος, ein Pferd, dessen eine Seite des Maules zu hart oder zu weich zum Lenken ist, Xen. re equ. 1, 9. 2, 5. 6, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόγνᾰθος: ὁ, ἔχων τὴν μίαν γνάθον σκληροτέραν τῆς ἄλλης, ἵππος Ξεν. Ἱππ. 1. 9., 3. 5., 6. 9. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ετερόγναθος· σκληρόστομος. ἀπειθής. ἐπὶ τῶν ἵππων», κατὰ δὲ τὸν Φώτιον «ἑτερόγναθος ὁ ἀπειθὴς ἢ ὁ ἄπληστος καὶ ἀμφοτέραις ταῖς γνάθοις ἐσθίων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche est plus dure ou plus tendre d’un côté que de l’autre en parl. de cheval.
Étymologie: ἕτερος, γνάθος.

Greek Monolingual

ἑτερόγναθος, -ον (Α)
(για ίππο) αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + γνάθος].

Greek Monotonic

ἑτερόγνᾰθος: ὁ, αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη, ἵππος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόγνᾰθος: имеющий рот, обе стороны которого неодинаковы по мягкости (ἵππος Xen.).

Middle Liddell

ἑτερό-γνᾰθος, ὁ,
with one side of the mouth harder than the other, ἵππος Xen.