ἰξοβόλος

From LSJ
Revision as of 23:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοβόλος Medium diacritics: ἰξοβόλος Low diacritics: ιξοβόλος Capitals: ΙΞΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ixobólos Transliteration B: ixobolos Transliteration C: iksovolos Beta Code: i)cobo/los

English (LSJ)

ον,    A setting limed twigs: as Subst., fowler, Man. 4.243.

German (Pape)

[Seite 1255] Leimruthen auslegend, ὁ, der Vogelsteller, Man. 4, 243.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοβόλος: -ον, ὁ βάλλων, τοποθετῶν ἰξευτικοὺς καλάμους: ― ὡς οὐσιαστ., ὀρνιθοθήρας, Μανέθων 4. 243.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur à la glu, oiseleur.
Étymologie: ἰξός, βάλλω.

Greek Monolingual

ἰξοβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια
2. το αρσ. ως ουσ.ἰξοβόλος
ο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + -βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκο-βόλος, ιο-βόλος.

Greek Monotonic

ἰξοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που συλλαμβάνει κάτι τοποθετώντας ιξευτικά καλάμια.

Middle Liddell

ἰξο-βόλος, ον βάλλω
setting limed twigs.