αιματώνω

From LSJ
Revision as of 22:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

(Α αἱματῶ, -όω)
1. προκαλώ χύσιμο αίματος, τραυματίζω, βάφω με αίμα
2. προξενώ σε κάποιον υπερβολική λύπη, τον πληγώνω
3. (αμτβ.) χάνω αίμα, χύνεται το αίμα μου
4. μτφ. κάνω μάχη, ερίζω «δεν το ματώσαμε ακόμη», δεν άρχισαν ακόμη πολεμικές επιχειρήσεις
«δεν το ματώνω», αποφεύγω τις έριδες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. αἱματῶ (-όω) < αἷμα.
ΠΑΡ. νεοελλ. (αι)μάτωμα].