διάρριμμα

From LSJ
Revision as of 00:11, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρριμμα Medium diacritics: διάρριμμα Low diacritics: διάρριμμα Capitals: ΔΙΑΡΡΙΜΜΑ
Transliteration A: diárrimma Transliteration B: diarrimma Transliteration C: diarrimma Beta Code: dia/rrimma

English (LSJ)

ατος, τό, A casting about, questing, of a hound, X.Cyn.4.4 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

διάρριμμα: τό, ἄτακτον πήδημα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀναζήτησις, ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Ξεν. Κυν. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
allées et venues d’un chien qui se jette de côté et d’autre en bondissant çà et là.
Étymologie: διαρρίπτω.

Greek Monotonic

διάρριμμα: -ατος, τό, άτακτο πήδημα εδώ και εκεί, αναζήτηση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διάρριμμα: ατος τὸ (о собаке, отыскивающей след) резкое движение, бросок (τὰ εἰς τὸ πρόσθεν καὶ ὄπισθεν καὶ εἰς τὸ πλάγιον διαρρίμματα Xen.).

Middle Liddell

διάρριμμα, ατος, τό, n [from διαρρίπτω
a casting about, Xen.