δυσπρόσιτος
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
ον, A difficult of access or attack, πόλις D.H.4.54, cf. D.S.15.42, Onos. 11.6; λιμὴν δ. ναυσί J.BJ4.10.5; τεῖχος D.C.40.34; of a man, E. IA345.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zugänglich, d. i. unfreundlich, Eur. I. A. 345; schwer anzugreifen, πόλις D. Hal. 4, 54; D. C. 40, 34.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσῐτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πλησιάσῃ τις, Διον. Ἁλ. 4. 54· ἐπὶ ἀνθρώπου, Εὐρ. Ι. Α. 345· πρβλ. δυσπρόσοδος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un abord difficile, peu affable.
Étymologie: δυσ-, πρόσειμι².
Spanish (DGE)
-ον
I 1de lugares de difícil acceso, casi inaccesible, de donde difícil de atacar πόλις D.H.4.54, cf. 11.47, τὰ βασίλεια D.S.20.23, cf. 15.42, ὄρος D.S.14.20, cf. D.S.20.102, τὸ χωρίον LXX 2Ma.12.21, τεῖχος D.C.40.34.1, fig. ὄρος ... δυσπρόσιτον ἡ θεολογία Gr.Nyss.V.Mos.84.21
•neutr. sg. subst. τὸ δ. inaccesibilidad, dificultad de acceso D.C.Epit.9.23.3
•plu. τὰ δ. lugares de difícil acceso D.S.20.64
•de un puerto en el que es difícil atracar δ. δὲ λιμὴν ναυσί I.BI 4.612
•de abstr. τὸ κρυπτόμενον Plu.2.517c.
2 de pers. inaccesible, desagradable, intratable c. dat. τοῖς φίλοισι de Agamenón, E.IA 345, cf. Euagr.Pont.Schol.Ec.28.11, τὸ γὰρ αὐστηρὸν δ. καὶ τοῖσιν ὑγιαίνουσιν καὶ τοῖσι νοσέουσιν Hp.Decent.7, c. rég. prep. δ. ὢν καὶ δυσχερὴς ἐς τὰς χάριτας App.Hisp.85, sin rég. κορυφαῖοι δυσπρόσιτοί τε καὶ συννεφεῖς dirigentes intratables y altivos Them.Or.15.192a, cf. Onas.11.6.
3 fig., de palabras inaceptable, fuera de lugar, rechazable οἱ ἀντίτυποι λόγοι Sch.Pi.N.5.58.
II adv. -ως de forma intratable o inaccesible Poll.5.139.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσπρόσιτος, -ον)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να πλησιάσει, να προσβάλει («λιμήν δυσπρόσιτος ναυσίν»).
Greek Monotonic
δυσπρόσῐτος: -ον, δύσκολος στην προσέγγιση, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρόσῐτος: труднодоступный (sc. φίλοις Eur.; κρυπτόμενος καὶ δ. Plut.).
Middle Liddell
δυσ-πρόσῐτος, ον
difficult of access, Eur.