πεδήτης

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδήτης Medium diacritics: πεδήτης Low diacritics: πεδήτης Capitals: ΠΕΔΗΤΗΣ
Transliteration A: pedḗtēs Transliteration B: pedētēs Transliteration C: peditis Beta Code: pedh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, Pass., A one fettered, prisoner, Ar.Fr.65, Herod.3.69, LXX Wi.17.2, Plu.2.165e, Luc.Sat.10, etc. : in pl., title of play by Call. Com. (Fr.2 D.). II at Samos, building in which certain fetters were kept, Plu.2.303e.

German (Pape)

[Seite 541] ὁ, der Gefesselte, Gefangene; Plut. superst. 3; Luc. Cronosol. 10.

Greek (Liddell-Scott)

πεδήτης: -ου, ὁ, Παθ., ὁ πεπεδημένος, δεδεσμευμένος, δεσμώτης, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 720, Πλούτ. 2. 165D, Λουκ. Κρον. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui à qui on met souvent les entraves, càd mauvais esclave.
Étymologie: πεδάω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. δέσμιος, δεσμώτης
2. οικοδόμημα στη Σάμο όπου υπήρχαν δεσμά
3. στον πληθ. Πεδῆται
τίτλος έργου του κωμικού Καλλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + επίθημα -ήτης (πρβλ. σκην-ήτης)].

Greek Monotonic

πεδήτης: -ου, ὁ (πεδάομαι), δεσμώτης, φυλακισμένος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδήτης -ου, ὁ [πεδάω] geboeid man.

Russian (Dvoretsky)

πεδήτης: ου ὁ закованный в цепи, пленник Arph. etc.

Middle Liddell

πεδήτης, ου, ὁ, [πεδάομαι]
one fettered, a prisoner, Luc.