περιπευκής

From LSJ
Revision as of 20:08, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπευκής Medium diacritics: περιπευκής Low diacritics: περιπευκής Capitals: ΠΕΡΙΠΕΥΚΗΣ
Transliteration A: peripeukḗs Transliteration B: peripeukēs Transliteration C: peripefkis Beta Code: peripeukh/s

English (LSJ)

ές, (πεύκη) A very sharp, keen, or painful, βέλος Il.11.845.

German (Pape)

[Seite 587] ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.

Greek (Liddell-Scott)

περιπευκής: -ές, (πεύκη) ὁ πάνυ πικρός, ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ βέλος περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. ἐχεπευκής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très amer, qui cause une grande douleur.
Étymologie: περί, πεύκη.

English (Autenrieth)

ές: very sharp, Il. 11.845†.

Greek Monolingual

-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός
2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός
3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε-πευκής].

Greek Monotonic

περιπευκής: -ές (πεύκη), πολύ απότομος, οξύς ή αυτός που προξενεί πόνο, οδυνηρός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

περιπευκής: больно ранящий, причиняющий мучение (βέλος Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπευκής -ές [περί, πεύκη] zeer pijnlijk.

Middle Liddell

περι-πευκής, ές πεύκη
very sharp, keen or painful, Il.