πολύξεστος

From LSJ
Revision as of 21:06, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύξεστος Medium diacritics: πολύξεστος Low diacritics: πολύξεστος Capitals: ΠΟΛΥΞΕΣΤΟΣ
Transliteration A: polýxestos Transliteration B: polyxestos Transliteration C: polyksestos Beta Code: polu/cestos

English (LSJ)

ον, (ξέω) A much-polished, πύλαι (of Hades) f.l. in S.OC1570 (lyr., leg. πολυξένοις).

German (Pape)

[Seite 667] viel oder sorgfältig gehobelt, geglättet, πύλαι, Soph. O. C. 1566, vgl. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

πολύξεστος: -ον, (ξέω) ὁ πολὺ ἐξεσμένος, ἐστιλβωμένος, Σοφ. Ο. Κ. 1570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
raboté avec soin ; poli avec art.
Étymologie: πολύς, ξέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ξεστεί πολύ, που έχει λειανθεί πολύ, καλογυαλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ξεστός (< ξέω «λειαίνω, γυαλίζω»), πρβλ. ά-ξεστος, εύ-ξεστος].

Greek Monotonic

πολύξεστος: -ον (ξέω), πολύ γυαλιστερός, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύξεστος -ον [πολύς, ξέω] met zorg geschaafd.

Russian (Dvoretsky)

πολύξεστος: тщательно выстроганный или обтесанный (πύλαι Soph.).

Middle Liddell

πολύ-ξεστος, ον, [ξέω]
much-polished, Soph.