χατίζω
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
= foreg., only in pres., A have need of, crave: c. gen. rei, νόστοιο χατίζων Od.8.156, 11.350, cf. Il.2 225: c. gen. pers., Θέτις νύ τι σεῖο χ. 18.392; ἑρμηνέων χ. Pi.O.2.86; οὐ σοῦ χατίζων E. Heracl.465: abs., οὐδὲ χατίζων nor in want [of anything], Od.22.351, Il.17.221; χατίζων in want, needy, Hes.Op.394. 2 lack, be without, ἔργοιο χ. i. e. to be idle, ib.21; ἅσσα χατίζει μάλιστα κατὰ ταῦτα a diet most defective in these elements, Hp.Morb.4.39.
German (Pape)
[Seite 1340] wie χατέω, verlangen, begehren, sich wonach sehnen, τινός, νόστοιο χατίζων Od. 8, 156. 11, 350; sp. D., wie Lycophr. 837; – bedürfen, nöthig haben, Il. 17, 221 Od. 22, 351; c. gen., Il. 2, 225. 18, 329; ἑρμηνέων Pind. Ol. 2, 99; Eur. Heracl. 466; – entbehren, ermangeln, ἔργοιο, ohne Arbeit oder unthätig sein, Hes. O. 21; χατίζων, der Dürftige, Arme, 392.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ χατέω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἔχω χρείαν τινός, χρειάζομαι, θέλω τι, ζητῶ θερμῶς, μετὰ γεν. πράγμ., νόστοιο χατίζων, «χρῄζων, δεόμενος» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 156· μᾶλα περ νόστοιο χατίζων Λ. 350, πρβλ. Ἰλ. Β. 225· μετὰ γεν. προσ., Θέτις νύ τι σεῖο χ. Σ. 392· ἑρμηνέων χ. Πινδ. Ο. 2. 154· οὐ σοῦ Εὐρ. Ἡρακλ. 465· - καὶ ἀπολ., οὐδὲ χατίζων, οὐδ’ ἔχων ἀνάγκην [τινὸς πράγματος], Ὀδ. Χ. 351, Ἰλ. Ρ. 221· χατίζων, ὁ ἐν ἀνάγκῃ εὑρισκόμενος, στερούμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392. 2) ἔργοιο χατίζων, «ἤγουν ἐνδεὴς ὢν ἔργου» (Μοσχόπουλ.) αὐτόθι 21. - Τὸ μέσ. ἢ παθ. ἐγένετο κοινῶς δεκτὸν εἰς τὸ κείμενον τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 304 κατὰ τὸν Heath καὶ Πόρσ., μὴ χατίζεσθαι ἀντὶ μὴ χαρίζεσθαι· ὁ Franz μὴ χρονίζεσθαι· ὁ Wellauer μη χαρίζεσθαι· ὁ Margoliouth μηχανήσασθαι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 désirer vivement, gén.;
2 avoir besoin de, gén. ; abs. être dans le besoin.
Étymologie: χατέω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
χᾰτίζω
1 lack, need ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει (sc. τὰ ἐμὰ βέλη) (O. 2.86)
Greek Monolingual
Α
(σε χρήση μόνον ο ενεστ.)
1. (με γεν.) έχω ανάγκη, χρειάζομαι ή επιζητώ κάποιον ή κάτι
2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) χατίζων
αυτός που βρίσκεται σε ανάγκη, που στερείται από κάτι
3. φρ. «ἔργοιο χατίζων» — άνεργος (Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. χατέω σχηματισμένος υστερογενώς κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. αἰτέω: αἰτίζω)].
Greek Monotonic
χᾰτίζω:1. μόνο σε ενεστ., έχω ανάγκη από, επιθυμώ, με γεν., σε Όμηρ.· απόλ., οὐδὲχατίζων, δεν έχω ανάγκη (από κάποιο πράγμα), σε Όμηρ.· χατίζων, αυτός που βρίσκεται σε ανάγκη, φτωχός άνθρωπος, σε Ησίοδ.
2. είμαι ενδεής, στερούμαι, είμαι χωρίς κάτι, χᾰτίζω ἔργοιο, δηλ. είμαι οκνηρός, στον ίδ. — Μέσ., αποτυγχάνω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
χᾰτίζω: (только praes.)
1) иметь надобность, нуждаться (τινός Hom., Pind., Eur.): οὔ τι διζήμενος οὐδὲ χατίζων Hom. не ища чего-л. и не нуждаясь (в нем); χατίζων Hes. нуждающийся, бедный;
2) не иметь: ἔργοιο χατίζων Hes. сидя без дела, бездействуя.
Middle Liddell
χᾰτίζω, [from !xa˘te/w] only in pres.]
1. to have need of, crave, c. gen., Hom.: absol., οὐδὲ χατίζων nor in want [of anything, Hom.: χατίζων a needy, poor person, Hes.
2. to lack, be without, χ. ἔργοιο, i. e. to be idle, Hes.:— Mid. to fail, be wanting, Aesch.