αἰτίζω

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτίζω Medium diacritics: αἰτίζω Low diacritics: αιτίζω Capitals: ΑΙΤΙΖΩ
Transliteration A: aitízō Transliteration B: aitizō Transliteration C: aitizo Beta Code: ai)ti/zw

English (LSJ)

Ep. form of αἰτέω (not in Il., once in Ar.); only pres. (exc. aor. part. αἰτίσσας in AP10.66 (Agath.),
A ask, beg, c. acc. rei, σῖτον… αἰτίζων κατὰ δῆμον Od.17.558, cf. 222; ἡνίκ' ἂν αἰτίζητ' ἄρτον Ar. Pax120 (hex.); generally, ask, φέρευ τέκος ὅσσ' ἐθελημὸς αἰτίζεις Call.Dian.32.
2 c. acc. pers., beg of, αἰτίζειν… πάντας ἐποιχόμενον μνηστῆρας Od.17.346.
3 abs., beg, αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρα ib.228, cf.4.651.

Spanish (DGE)

• Morfología: [act. impf. iter. 3a sg. αἰτίζεσκεν Nonn.Par.Eu.Io.9.8]
1 pedir, reclamar ὁππότ' ἀνὴρ τοιοῦτος ... αἰτίζῃ Od.4.651, ἄγει κειμέλια ... αἰτίζων ἀνὰ δῆμον Od.19.273, c. ac. φέρευ, τέκος, ὅσσ' ἐθελημὸς αἰτίζεις Call.Dian.32, cf. Nonn.D.2.545.
2 mendigar αἰτίζων ἀκόλους mendigando mendrugos, Od.17.222, cf. Call.Cer.115, σῖτον ... κατὰ δῆμον Od.17.558, ἄρτον Ar.Pax 120, μή τι αἰτισθῶσιν ὑπ' αὐτῶν Herm.Sim.9.20.2
c. ac. de pers. pedir a, mendigar de ἀνέρας Od.17.502, αἰ. μάλα πάντας ἐποιχόμενον μνηστῆρας Od.17.351
abs. pedir, mendigar αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρα Od.17.228, οὐ κατὰ κόσμον αἰτίζεις Od.20.182, cf. 19.273, ἔμπαλιν αἰτίζων AP 10.66 (Agath.), πάρος αἰτίζεσκεν Nonn.l.c.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
demander avec instance, mendier : τι OD qch ; τινά OD auprès de qqn.
Étymologie: αἰτέω.

German (Pape)

fordern, bitten, betteln, Hom. absolut Od. 4.651, 17.228; ἀνὰ δῆμον 19.273; σῖτον κατὰ δῆμον 17.558; ἀνέρας, von den M., 17.502; αἰτίσσας Agath. 66 (X.66); Nonn. oft, auch παρά τινος.

Russian (Dvoretsky)

αἰτίζω:
1 выпрашивать, просить (σῖτον κατὰ δῆμον Hom.; ἄρτον Arph.; ἀκόλους Anth.);
2 побираться, нищенствовать (ἀνὰ δῆμον Hom.): αἰ. τινά Hom. просить милостыню у кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτίζω: Ἐπ. τύπος τοῦ αἰτέω, (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλιάδι, ἅπαξ δὲ παρ’ Ἀριστοφ.)· εὕρηται μόνον κατ’ ἐνεστ. (ἐξαιρέσει τῆς μετοχ. τοῦ ἀορ. αἰτίσσας ἐν Ἀνθ. Π. 10. 66.) = ζητῶ, ἐπαιτῶ, μετ’ αἰτ. πράγμ., σῖτον αἰτίζων κατὰ δῆμον, Ὀδ. Ρ. 558· πρβλ. 222· ἡνίκ’ ἂν αἰτίζητ’ ἄρτον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 120. 2) μετ’ αἰτ. προσώπου, ἐπαιτῶ, ζητῶ παρά τινος, αἰτίζειν ... πάντας ἐποιχόμενον μνηστῆρας, Ὀδ. Ρ. 346· 3) ἀπολ. αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρα, δι’ ἐπαιτήσεως ὁ αὐτ. 228, πρβλ. Δ. 651.

English (Autenrieth)

(stronger than αἰτέω): beg, importune. (Od.)

Greek Monolingual

αἰτίζω (Α)
(επικός τύπος του αἰτῶ) ζητώ επίμονα, επαιτώ, ζητιανεύω.

Greek Monotonic

αἰτίζω: Επικ. τύπος αντί αἰτέω, μόνο σε ενεστ.,
1. με αιτ. πράγμ., ζητώ, επαιτώ· σῖτον, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. προσ., ζητώ από κάποιον· μνηστῆρας, στο ίδ.
3. απόλ., αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρα, αυτός που γεμίζει την κοιλιά του μέσω επαιτείας, στο ίδ.

Middle Liddell

[epic form of αἰτέω
1. to ask, beg, c. acc. rei, σῖτον Od.
2. c. acc. pers. to beg of, μνηστῆρας Od.
3. absol., αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρα to fill one's belly by begging, Od.