ἀθόρυβος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, A without uproar, Pl.Lg.640c; unperturbed, Polystr.p.29 W., prob. l. in Metrod.Fr.48 K. : Comp., Anon. in SE 15.19. Adv. -βως E.Or.630, Epicur.Fr.489, J.BJ2.12.6, Hierocl. in CA12p.447M. II not causing confusion, Ascl.Tact.12.10 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθόρυβος: -ον, ἄνευ θορύβου, ἀτάραχος, ἥσυχος, Πλάτ. Νόμ. 640C. ― Ἐπίρρ. -βως, Εὐρ. Ὀρ. 630.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans trouble, paisible.
Étymologie: ἀ, θόρυβος.
Spanish (DGE)
(ἀθόρῠβος) -ον
I 1tranquilo, sin perturbaciones συνουσία Pl.Lg.640c, ἄρχων Pl.Lg.640c, ἀ[θόρ] υβον ... καὶ ἀδ[ε] ῆ ἐμ πᾶσιν εἶναι Polystr.Contempt.30.6, γενομένης τῆς εἰσόδου ἀθορύβου Plb.8.29.1, ἀ. καὶ βέβαιος Plu.Fab.26, ἀθόρυβον τὸ ἦθος καὶ νήνεμον ἔχουσι τὴν ψυχήν Plu.2.589d, ἡ ζωή Procl.in R.1.18, cf. PFlor.323.16 (VI d.C.).
2 que no produce confusión σημεῖα Ascl.Tact.12.10.
II adv. -ως imperturbablemente, sin perturbaciones ὡς ἀ. ... λόγος ... ἵκηται E.Or.630, ζῆν Epicur.Ep.[3] 87, φρονεῖν Men.Pc.348, βίος ... ἀ. ... διανυόμενος Phld.Oec.12.35, cf. Aeschin.3.201, Procl.in R.1.19.
Greek Monotonic
ἀθόρῠβος: -ον, αυτός που δεν έχει θόρυβο, ο ήσυχος, σε Πλάτ.· επίρρ. -βως, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθόρῠβος: бесшумный, спокойный, тихий (συνουσία Plat.; εἴσοδος Polyb.; ὄψις, ἦθος Plut.).
Middle Liddell
without uproar, Plat.:—adv. -βως, Eur.