τροπός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὁ, A twisted leather thong, with which the oar was fastened to the thole, τροποῖς ἐν δερματίνοισι Od.4.782, 8.53; τροπὸν αὐτόν, ἐπαρτέα δεσμὸν ἐρετμοῦ Opp.H.5.359; cf. τροπόω (B), τροπωτήρ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
courroie pour attacher la rame au bord du navire.
Étymologie: τρέπω.
English (Autenrieth)
pl., thongs or straps, by means of which oars were loosely attached to the thole-pins (κληῖδες), Od. 4.782 and Od. 8.53. (See cut No. 32, d. Α later different arrangement is seen in the following cut, and in No. 38.)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ο τροπωτήρας
αρχ.
δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- της ρίζας του τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός).
Greek Monotonic
τροπός: ὁ (τρέπω), ιμάντας από στριμμένο δέρμα, με το οποίο προσέδεναν το κουπί στο σκαλμό, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροπός -οῦ, ὁ [τρέπω] strop (aan roeiriem).
Russian (Dvoretsky)
τροπός: ὁ Hom. = τροπωτήρ.
Middle Liddell
τροπός, οῦ, ὁ, τρέπω
a twisted leathern thong, with which the oar was fastened to the thole, Od.