παράκρουσις

From LSJ
Revision as of 16:50, 19 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκρουσις Medium diacritics: παράκρουσις Low diacritics: παράκρουσις Capitals: ΠΑΡΑΚΡΟΥΣΙΣ
Transliteration A: parákrousis Transliteration B: parakrousis Transliteration C: parakrousis Beta Code: para/krousis

English (LSJ)

εως, ἡ, A striking falsely, false note, discord, Plu.2.826e (pl.). 2 metaph., cheating, deception, D.23.175; φενακισμὸς καὶ π. Id.24.194. b fallacy, Arist.Pol. 1263b30, cf. SE175b1 (pl.). 3 delirium, Hp.Prorrh.1.19 (pl.); insanity, Id.Ep.11. II checking, τοῦ θερμοῦ Arist.Pr.872b29 (nisi leg. κατά-).

German (Pape)

[Seite 485] ἡ, das Danebenschlagen, bes. das falsche Schlagen oder Streichen eines Instruments, vgl. Plut. de unius in rep. domin. 3, τὰς ἄλλας ὥςπερ ἐν τοῖς μο υσικοῖς διαγράμμασι τῶν πρώτων τρόπων ἀνιεμένων ἢ ἐπιτεινομένων συμβέβηκε παρακρούσεις καὶ διαφθορὰς εἶναι. – Dah. übh. das Verfehlen, der Irrthum, Arist. pol. 2, 3 u. a. Sp. Auch Betrug, dem φενακισμός entsprechend, Dem. 24, 194. – Uebtr. wie παρακοπή, Wahnsinn, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παράκρουσις: ἡ, ἡ ἐσφαλμένη κροῦσις, ἐσφαλμένος μουσικὸς τόνος, παραφωνία, Πλουτ. 2. 826Ε˙ πρβλ. παράχρωσις. 2) μεταφορ., ἀπάτη, ἐξαπάτησις, Δημ. 679. 3., 760 ἐν τέλ.˙ - παραλογισμός, Ἀριστ. Πλιτικ. 2. 5, 13, πρβλ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 17, 2. 3) παραφροσύνη, Ἱππ. Προρρ. 68˙ οὕτω, παρακρουσμὸς τῆς διανοίας Μοσχίων περὶ τῶν Γυναικ. Παθῶν 65,4, ἔκδ. Dewez 4) «ἐξαπάτη, ἐμπαιγμός», Σουΐδ. ΙΙ. ἡ ἀναχαίτισις, τοῦ θερμοῦ Ἀριστ. Προβλ. 3. 12.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de toucher à faux d’un instrument.
Étymologie: παρακρούω.

Greek Monotonic

παράκρουσις: ἡ, παραπλανητικό χτύπημα· μεταφ., απάτη, εξαπάτηση, σε Δημ.· παραφροσύνη, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράκρουσις -εως, ἡ [παρακρούω] misslag; overdr. onjuist inzicht:; αἴτιον δὲ τῷ Σωκράτει τῆς παρακρούσεως de oorzaak van Socrates’ misvatting Aristot. Pol. 1263b30; geneesk. delirium.

Russian (Dvoretsky)

παράκρουσις: εως ἡ
1) толчок, взрыв, вспышка (τοῦ θερμοῦ Arst.);
2) муз. ошибочный удар (по струнам), фальшивый тон (ἐν τοῖς μέλεσι παρακρούσεις Plut.);
3) заблуждение, ошибка Arst.;
4) обман Dem.

Middle Liddell

παράκρουσις, εως,
a striking falsely: metaph. a cheating, deception, Dem.:— a fallacy, Arist. [from παρακρούω

English (Woodhouse)

deceit, deception

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)