πληρώ Search Google

From LSJ
Revision as of 14:20, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source

Greek Monolingual

-όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν πλήρης
νεοελλ.
μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής»)
νεοελλ.-αρχ.
καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο
μσν.
μεγαλώνω
αρχ.
1. γεμίζω εντελώς με τροφή, χορταίνω
2. επανδρώνω πλοίο με ναυτικό πλήρωμα, εφοδιάζω πλοίο με ναύτες («Συρακούσιοι πληροῦν

ναυτικόν», Θουκ.)
3. (για ζώο) καθιστώ έγκυο, γονιμοποιώ
4. συμπληρώνω, τελειώνω («οὐ πληρώσασα τοὺς δέκα μῆνας ἡ γυνὴ αὕτη τίκτει τοῦτον δὴ Δημάρητον», Πλάτ.)
5. (για τη σελήνη) είμαι ολόγιομος, πανσέληνος
6. (σχετικά με βουλευτήριο, δικαστήριο, εκκλησία του δήμου) απαρτίζω κατ' αριθμό, συμπληρώνω
7. εξοφλώ χρέος, πληρώνω
8. είμαι πλήρης, συμπληρώνω («ἡ δὲ ἐς Ἡλίου πόλιν ἀπὸ θαλάσσης πληροῑ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον» — το μήκος της οδού... φθάνει εντελώς στον αριθμό αυτό, Ηρόδ.)
9. τελειώνω
10. τηρώ, εκπληρώνω έναν κανόνα, μια προφητεία, ένα τυπικό («ἵνα πληρωθῆ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου», Μηναί.)
11. δωροδοκώ, εξαγοράζω
12. μέσ. πληροῦμαι, -όομαι
εφοδιάζω με πλήρωμα το πλοίο μου
13. παθ. (για θηλυκό ζώο) καθίσταμαι έγκυος, γονιμοποιούμαι
14. φρ. «πληρῶ τὰς χεῑρας» — λεγόταν για τον πιστό που προσεύχεται, προκειμένου να συγκεντρωθεί.