καπηλικός

From LSJ
Revision as of 14:13, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "for a" to "for a")

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰπηλικός Medium diacritics: καπηλικός Low diacritics: καπηλικός Capitals: ΚΑΠΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: kapēlikós Transliteration B: kapēlikos Transliteration C: kapilikos Beta Code: kaphliko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a κάπηλος, ζυγόν Dinol. 2 (fort. καπανικόν) ; ἀργύρωμα IG11(2).110 (Delos, iii B.C.), cf. 111; mercenary, ἦθος M.Ant.4.28; σοφιστής Poll.4.48; ἡ -ική (sc. τέχνη), = καπηλεία, Pl.Sph.223d, Arist.Pol.1257a18: καπηλικόν, τό, campfollowers, sutlers of an army, Arr.Tact.2.1; but also, tax on retailtraders, BGU1237 (iii/ii B.C.). 2 like a petty trader, knavish, cozening, κ. μέτρα φιλεῦσα AP9.229 (Marc. Arg.); ὕθλος Porph.Chr. 49. Adv. -κῶς, ἔχειν to be vamped up for sale, Ar.Pl.1063; τὰ πράγματα κ. διανέμων Plu.2.369c; in a mercenary spirit, Gal.14.216: Comp. -ώτερον Numen. ap. Eus.PE14.8.

German (Pape)

[Seite 1322] zum Höker, Kleinhändler od. Weinschenker gehörig, im Kleinhandel geübt, geschickt, krämerisch, im Handel betrügerlich; καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); ζυγόν Poll. 10, 177 aus Dinoloch.; – τῆς μεταβλητικῆς ἡ μὲν κατὰ πόλιν ἀλλαγὴ καπηλικὴ προσαγορεύεται, der Verkehr in der Stadt, nicht außer Landes u. über See, Plat. Soph. 223 d, sc. τέχνη, wie Arist. pol. 1, 9; Poll. 7, 9; Sp., auch καπηλικὸς τὴν διάνοιαν, betrügerisches Sinnes. – Adv., καπηλικῶς ἔχειν Ar. Plut. 1063, wie ein Krämer sich benehmen; τὰ πράγματα καπ. διανέμειν Plut. de Is. et. Os. 45; καπηλικῶς χρῆσθαί τινι, mit Etwas schändlichen Wucher treiben.

Greek (Liddell-Scott)

καπηλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάπηλον, Δεινόλοχος παρὰ Πολυδ. Ι΄, 117· μισθωτός, σοφιστής ὁ αὐτ. 4. 48: - ἡ καπηλικὴ (δηλ. τέχνη) = καπηλεία, Πλατ. Σοφιστ. 223D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 4. 2) ὅμοιος πρὸς μικρέμπορον, πανοῦργος, δόλιος, καπηλικὰ μέτρα φιλεῦσα Ἀνθ. Π. 9. 229: - Ἐπίρρ., καπηλικῶς ἔχει, «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθιωμένως ἔχει καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην», ἐπὶ γραίας ἐψιμυθιωμένης, (Σχολ), Ἀριστοφ. Πλ. 1063. Συγκρ. -ώτερον, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 739Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les petits marchands, le petit négoce.
Étymologie: κάπηλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καπηλικός, -ή, -όν) κάπηλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπηλο, αισχροκερδής
2. βάναυσος, χυδαίος, αγροίκος
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ή καπηλική (ενν. τέχνη)
η καπηλεία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καπηλικόν
α) προμηθευτές τροφίμων που ακολουθούσαν τον στρατό
β) φόρος που επιβαλλόταν στις λειανικές πωλήσεις.
επίρρ...
καπηλικώς (Α καπηλικῶς)
με καπηλικό τρόπο («τὰ πράγματα καπηλικῶς διανέμων», Πλούτ.)
νεοελλ.
βάναυσα, χυδαία
αρχ.
πλαστά, με νοθεία.

Greek Monotonic

κᾰπηλικός: -ή, -όν (κάπηλος
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε έμπορο λιανικής· ἡ καπηλική (ενν. τέχνη) = καπηλεία, σε Πλάτ.
2. αυτός που μοιάζει στη συμπεριφορά με μικροέμπορο, πανούργος, δόλιος, σε Ανθ.· επίρρ., καπηλικῶς ἔχειν, με μπαλώματα και έτοιμος για πώληση, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰπηλικός:
1) мелкоторговый (πράσεις Arst.);
2) торгашеский, плутовской, жульнический (μέτρα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καπηλικός -ή -όν [κάπηλος] winkeliers-, kruideniers-; subst. ἡ καπηλική detailhandel; adv.: καπηλικῶς ἔχει ze is te koop Aristoph. Pl. 1063.

Middle Liddell

κᾰπηλικός, ή, όν κάπηλος
1. of or for a retail dealer: —ἡ καπηλική (sc. τέχνἠ = καπηλεία, Plat.
2. like a petty trader, knavish, Anth.:—adv., καπηλικῶς ἔχειν to be vamped up for sale, Ar.