παράλυπρος

From LSJ
Revision as of 17:23, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράλυπρος Medium diacritics: παράλυπρος Low diacritics: παράλυπρος Capitals: ΠΑΡΑΛΥΠΡΟΣ
Transliteration A: parálypros Transliteration B: paralypros Transliteration C: paralypros Beta Code: para/lupros

English (LSJ)

ον, A rather poor, χωρία Str.3.2.3; χώρα Id.17.3.23.

German (Pape)

[Seite 488] etwas traurig, vom Lande, unergiebig, Strab. III, 142 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παράλυπρος: -ον, ἐπὶ ἐδάφους, λυπρόν πως, κἄπως ἄγονον, Στράβ. 142.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à peu près fertile, peu fertile, plutôt pauvre.
Étymologie: παρά, λυπρός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για έδαφος) πολύ φτωχός, άγονος («χωρία... τραχέα καὶ παράλυπρα», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + λυπρός «λυπηρός» (< λύπη)].

Greek Monotonic

παράλυπρος: -ον, λέγεται για έδαφος, πολύ φτωχό, άγονο, σε Στράβ.

Middle Liddell

παρά-λυπρος, ον,
of soil, rather poor, Strab.