ἑτεροῖος Search Google

From LSJ
Revision as of 09:20, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροῖος Medium diacritics: ἑτεροῖος Low diacritics: ετεροίος Capitals: ΕΤΕΡΟΙΟΣ
Transliteration A: heteroîos Transliteration B: heteroios Transliteration C: eteroios Beta Code: e(teroi=os

English (LSJ)

α, ον, Ep. ἑτερ-οίϊος, η, ον, D.P.1180:—A of a different kind, diverse, Hdt.1.99, al.; τὰ ἑ. οὐκ ἀλλοῖα; Pl.Prm.161a, al.; τί φαίνεται ἑτεροῖον διανοηθεὶς ὁ ἰητρὸς ἢ . .; Hp.VM7; ἑ. τινός ib.9; unusual, strange, Id.Acut.6; φωναί Phld.Po.994 Fr.10. Adv. -οίως, διαιτηθῆναι Hp. Acut.39, cf. Gal.2.219. II diversified, differentiated, κόσμος, ἀριθμός, Dam.Pr.194,204. III different from what should be, untoward, ἤν τι ἑ. ἀποβαίνῃ Luc.JTr.32.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροῖος: -α, -ον, Ἐπικ. -όϊος, η, ον, Διον. Π. 1180: ― ἀλλοῖος, διάφορος τὸ εἶδος, Ἡρόδ. 1. 99., 2. 35., 4. 62· ἑτ. ἢ.., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· ἑτ. τινὸς αὐτόθι 11· ἀσυνήθης, παράδοξος, ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ― Ἐπίρρ. -οιως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
différent, autre, d’autre sorte.
Étymologie: ἕτερος.

Greek Monolingual

ἑτεροῑος, -οία, -ον (ΑΜ) (Α και επικ. τύπος ἑτεροίϊος, -ηΐη, -ον)
μσν.
διαφοροποιημένος («ἑτεροῑος κόσμος», Δαμασκ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι διαφορετικής φύσεως ή είδους
2. ασυνήθιστος, παράδοξος
3. διαφορετικός απ' αυτό που έπρεπε να είναι.
επίρρ...
ἑτεροίως
1. ασυνήθιστα, παράδοξα («ἑτεροίως διαιτηθῆναι», Ιπποκρ.)
2. διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερ-oıος (πρβλ. αλλοίος, τοίος)].

Greek Monotonic

ἑτεροῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει σε διαφορετικό είδος, ετεροειδής, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροῖος: иной, иного свойства, отличный Plat., Arst.: τρόπῳ οὐ τῷ αὐτῷ, ἀλλ᾽ ἑτεροίῳ Her. не таким способом, а иным.

Middle Liddell

ἑτεροῖος, η, ον
of a different kind, Hdt.