εμπολή

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424

Greek Monolingual

και αμπολή, η (AM ἐμπολή)
νεοελλ.
1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή
2. αρδευτικό φράγμα
3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση
μσν.
εισαγωγή εμπορεύματος (βλ. και ἐμβολή)
αρχ.
1. εμπόλημα, εμπόρευμα, πραμάτειες, εμπορικά είδη
2. αποστολή εμπορευμάτων
3. εμπόριο, συναλλαγή, δοσοληψία
4. κέρδος από εμπόριο, χρήματα
5. το κέρδος τών πορνών και τών πορνοβοσκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμπολή (πρβλ. εντολή), αρκαδ. ινπολά, πιθ. < εμπέλω, -ομαι. Συνήθως συσχετίζεται με το ρ. πέλομαι (με τη σημασία του «κινώ, κινούμαι»), ενώ κατ' άλλους με το ρ. πωλώ (το δεύτερο δεν φαίνεται πολύ πειστικό, παρά τη σημασιολογική τους ομοιότητα). Με το προθηματικό εν- δηλώνεται η κίνηση η οποία περιλαμβάνεται στη σημασία της λέξεως.
ΠΑΡ. εμπολώ
αρχ.
εμπολεύς
αρχ.-μσν.
εμπολαίος, εμπόλημα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απεμπολή, παρεμπολή].