θεμερῶπις

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμερῶπις Medium diacritics: θεμερῶπις Low diacritics: θεμερώπις Capitals: ΘΕΜΕΡΩΠΙΣ
Transliteration A: themerō̂pis Transliteration B: themerōpis Transliteration C: themeropis Beta Code: qemerw=pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, A grave and sedate of look, Ἁρμονίη Emp.122.2; θ. αἰδώς A.Pr.134 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1194] ιδος, ehrwürdiges Angesichts, ernst; ἁρμονίη Empedocl. 12; αἰδώς Aesch. Prom. 134.

Greek (Liddell-Scott)

θεμερῶπις: -ιδος, ἡ, ἡ σεμνὴν ὄψιν ἔχουσα, Ἁρμονίη Ἐμπεδ. 23· θ. αἰδώς Αἰσχύλ. Πρ. 134, ἔνθα ἴδε Ἕρμανν.· πρβλ. θεμερός.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
qui a l’air posé, l’aspect grave ; réservé, timide.
Étymologie: θέμερος, ὤψ.

Greek Monolingual

θεμερῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμαθεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + -ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βο-ώπις, γλαυκ-ώπις].

Greek Monotonic

θεμερῶπις: -ιδος, ἡ (ὦψ), με σεμνή και σοβαρή έκφραση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θεμερῶπις: ιδος adj. f
1) серьезный, спокойный, уравновешенный, медлительно-важный (ἁρμονίη Emped.);
2) благоговейный, тихий, кроткий (αἰδώς Aesch.).

Middle Liddell

θεμερ-ῶπις, ιδος [ὦψ]
of grave and serious aspect, Aesch.