εὔαρκτος

From LSJ
Revision as of 17:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαρκτος Medium diacritics: εὔαρκτος Low diacritics: εύαρκτος Capitals: ΕΥΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: eúarktos Transliteration B: euarktos Transliteration C: eyarktos Beta Code: eu)/arktos

English (LSJ)

ον, (ἄρχω) A easy to govern, manageable, of a horse's mouth, A.Pers.193.

German (Pape)

[Seite 1057] leicht zu beherrschen, στόμα, Aesch. Pers. 189.

Greek (Liddell-Scott)

εὔαρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ εὐκόλως ἀρχόμενος, πειθήνιος, ἐν ἡνίαισί τ’ εἶχεν εὔαρκτον στόμα, ἐπὶ ἵππου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 193.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à gouverner.
Étymologie: εὖ, ἄρχω.

Greek Monolingual

εὔαρκτος, -ον (Α)
(για άλογο) αυτός που κυβερνάται, που διευθύνεται εύκολα, πειθήνιος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρκτος (< άρχω), πρβλ. άναρκτος, δύσαρκτος].

Greek Monotonic

εὔαρκτος: -ον (ἄρχω), αυτός που διοικείται εύκολα, ελέγχεται με ευκολία, πειθήνιος, λέγεται για στόμα αλόγου, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὔαρκτος: легко управляемый, послушный (στόμα Aesch.).

Middle Liddell

εὔ-αρκτος, ον ἄρχω
easy to govern, manageable, of a horse's mouth, Aesch.

English (Woodhouse)

docile, obedient

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)