ἱκτήρ

From LSJ
Revision as of 19:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκτήρ Medium diacritics: ἱκτήρ Low diacritics: ικτήρ Capitals: ΙΚΤΗΡ
Transliteration A: hiktḗr Transliteration B: hiktēr Transliteration C: iktir Beta Code: i(kth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,= ἱκέτης, A a suppliant, S.OT185(lyr.), E.Heracl. 764(lyr.): as Adj., ἱ. κλάδοι S.OT143; θαλλός E.Supp.10. II Ζεὺς ἱκτήρ the protector of the suppliant, A.Supp.479.

German (Pape)

[Seite 1249] ῆρος, ὁ, 1) der Schutzflehende; Soph. O. R. 185; Eur. Heracl. 764; θεῶν 102; ξενικοί Cycl. 370; auch adj., κλάδοι Soph. O. R. 143, wie θαλλός Eur. Suppl. 10. – 2) der den Schutzflehenden Beistand Gewährende, Zeus, Aesch. Suppl. 474.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκτήρ: ῆρος, ὁ, = ἱκέτης, Σοφ. Ο. Τ. 185, Εὐρ. Ἡρακλ. 764· ὡς ἐπίθ., ἱκτ. κλάδοι Σοφ. Ο. Τ. 143· θαλλὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 10. ΙΙ. Ζεὺς ἱκτήρ, ὁ προστάτης τῶν ἱκετῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 479.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 suppliant, suppliante ; adj. de suppliant (rameau);
2 protecteur des suppliants.
Étymologie: R. Ἱκ, venir, v. ἱκνέομαι.

Greek Monolingual

ἴκτηρ, -ος, ὁ (Α)
ίκτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολος παράλλ. τ. του ἴκτερος.
ἱκτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ικέτης
2. φρ. «Ζεὺς ἱκτήρ»
Ζευς προστάτης τών ικετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -τηρ (πρβλ. λουτήρ, μηνυτήρ)].

Greek Monotonic

ἱκτήρ: -ῆρος, ὁ,
1. = ἱκέτης, ικέτης, σε Σοφ., Ευρ.
2. ως επίθ. = ἱκετήριος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἱκτήρ: ῆρος adj. просительский, несомый молящими о защите (κλάδοι Soph.; θαλλός Eur.).
ῆρος ὁ
1) просящий защиты, молящий об убежище (θεῶν Eur.);
2) защитник просящих об убежище, заступник (Ζεύς Aesch.).

Middle Liddell

ἱκτήρ, ῆρος, = ἱκέτης,]
I. a suppliant, Soph., Eur.
II. as adj. = ἱκετήριος, Aesch.

English (Woodhouse)

protecting suppliants

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)