καβάλλης
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ου, ὁ, A nag, Lat. caballus, Plu.2.828e;= ἐργάτης ἵππος, Hsch.:—hence καβαλλαρικός, ή, όν, of or for a horse, μύλος Edict.Diocl.15.52; τάπης 19.22: καβαλλάτιον, τό,= κυνόγλωσσον, Ps.Dsc. 4.127.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, ein Gaul, Klepper; Antp. Sid. 2 (IX, 241); Hesych. erkl. ἐργάτης ἵππος; Plut. de aer. al. vit. 3 ὄνῳ τινὶ τῷ τυχόντι καὶ καβάλλῃ χρώμενος.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰβάλλης: -ου, ὁ, ἐργάτης καὶ ἀχθοφόρος ἵππος, Λατ. caballus, Γερμ. Gaul, Πλούτ. 2. 828Ε· - ἐντεῦθεν καβαλλάριος, ὁ ἱππεύς, Προκ. ΙΙ. 289, 20, ὡς κύριον ὄνομ. Εὐάγρ. 2873Β, Ἰωάνν. Μόσχ. 2925Β, κλ.· - καβαλλαρικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἱππικόν, ἱππικός, Θεοφαν. 557. 8, Λέοντ. Τακτ. 6. 2., 18 82, 10. - ὡς οὐσ. τὸ καβαλλαρικόν = τὸ ἱππικόν, ἡ ἵππος. Θεοφαν. 548. 19, κλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cheval de travail, rosse, animal.
Étymologie: καταβάλλω.
Greek Monolingual
καβάλλης, ὁ (Α)
άλογο που χρησιμοποιείται για μεταφορές και άλλες εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δημώδη δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Προέρχεται πιθ. από μια ασιατική ή μικρασιατική λ. που διατηρήθηκε και σε άλλες γλώσσες ως δάνειο (πρβλ. λατ. caballus, αρχ. σλαβ. kobyla, τουρκ. kaval, αρχ. περσ. kaval). Κατ' άλλους, ο τ. καβάλλης προέρχεται από το λατ. caballus (βλ. και λ. άλογο)].
Russian (Dvoretsky)
κᾰβάλλης: ου ὁ (рабочая) лошадь Plut., Anth.
Frisk Etymological English
-ου
Grammatical information: m.
Meaning: working-horse, ἐργάτης ἵππος (Plu., AP, H.).
Derivatives: - καβάλλ(ε)ιον n. id. (inscr. Callatis, H.), also metaph. = ἡ πρώτη τοῦ τρικλίνου κλίνη διὰ τὸ ἀνάκλιτον H. Further καβαλλάτιον (< Lat. *caballatium) plant name, = κυνόγλωσσον (Ps.-Dsc.; cf. the plant names in ἱππο-, Strömberg 30); καβαλλάριος (Teukros Astrol.) = Lat. caballārius groom (Gloss.), with καβαλλαρικός (μύλος, τάπης Edict. Diocl.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: The PN Καβαλλᾶς (IVth cent., Rev. Arch. 1925, I 259) shows that the word is old in Greek. Like Lat. caballus, Welsh EN Caballos καβάλλης (-ης techical and popular, Chantraine Formation 30f.) is an Asiatic loan (Wanderwort), perhaps like Wallach a. o. orig. an ethnic); cf. Turc. käväl adjunct of at horse, Pers. kaval second class horse of mixed blood. Further OCS. Russ. kobýla mare and acc. to Nehring (s. u.) Skt. kapala- as adjunt of a camel(?). Connection with the Anat. peoples name Καβαλεῖς (Καβηλέες Hdt.) is uncertain, as is κάβηλος, κάληβος ἀπεσκολυμμένος τὸ αἰδοῖον H. (cf. on βάκηλος). For Lat. cabo, caballus one has suggested Etruscan origin. - Nehring Sprache 1, 164ff.; also W.-Hofmann s. caballus (with Nachtr. 853) and Vasmer Russ. et. Wb. s. kobýla; also Belardi Doxa 3, 208.
Frisk Etymology German
καβάλλης: -ου
{kabállēs}
Grammar: m.
Meaning: Arbeitspferd, ἐργάτης ἵππος (Plu., AP, H.).
Derivative: Davon καβάλλ(ε)ιον n. ib. (Inschr. Kallatis, H.), auch übertr. = ἡ πρώτη τοῦ τρικλίνου κλίνη· διὰ τὸ ἀνάκλιτον H. Ferner καβαλλάτιον (< lat. *caballatium) Pflanzenname, = κυνόγλωσσον (Ps.-Dsk.; vgl. die Pflanzennamen auf ἱππο- bei Strömberg 30); καβαλλάριος (Teukros Astrol.) = lat. caballārius Pferdeknecht (Gloss.), mit καβαλλαρικός (μύλος, τάπης Edict. Diocl.) auf καβάλλης bezogen.
Etymology : Wie lat. caballus, gall. EN Caballos ist καβάλλης (-ης technisch und volkstümlich, Chantraine Formation 30f.) ein asiatisches Wanderwort (viell. wie Wallach u. a. urspr. Ethnikon); vgl. zunächst türk. käväl Beiw. von at Pferd, pers. kaval mischblütiges, zweitklassiges Pferd. In Betracht kommen noch aksl. russ. kobýla Stute und nach Nehring (s. u.) aind. kapala- als Beiw. des Kamels (?). Ob weiterer Zusammenhang mit dem kleinasiat. Volksnamen Καβαλεῖς (Καβηλέες Hdt.) besteht, muß bei unserer mangelnden Kenntnis der historischen und ethnischen Tatsachen eine offene Frage bleiben, ebenso die Zugehörigkeit von κάβηλος, κάληβος· ἀπεσκολυμμένος τὸ αἰδοῖον H. (vgl. zu βάκηλος). — Nehring Sprache 1, 164ff.; außerdem W.-Hofmann s. caballus (mit Nachtr. 853) und Vasmer Russ. et. Wb. s. kobýla mit weiteren Formen und reicher Lit.; dazu noch Belardi Doxa 3, 208.
Page 1,749-750