κατασπέρχω
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
A urge on, λῃστὰς δορί with a spear, Ar.Ach.1188; ἐλάτῃσι νῆα Opp.H.4.91; ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς -έσπερχε drove [them] on, D.C.41.46; κατασπέρχον, of circumstances, urgent, pressing, Th.4.126:—Pass., to be driven on, J.BJ4.2.4.
German (Pape)
[Seite 1380] beschleunigen, antreiben; λῃστὰς ἐλαύνων καὶ κατασπέρχων δορί Ar. Ach. 1188; Thuc. 4, 126 u. Sp., wie Nic. Th. 917; ὁ ἄνεμος ἰσχυρῶς κατέσπερχε D. Cass. 41, 46.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπέρχω: μέλλ. -ξω, πρβλ. ἐπισπέρχω, κατεπείγω, ὠθῶ καὶ ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ ταχὺ βῆμα, ἐλαύνων καὶ κ. λῃστὰς δορί, μὲ τὸ δόρυ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188· νῆα ἐλάτῃσι Ὀππ. Ἁλ. 4. 91, = τοῖς ἐρετμοῖς ἐλαύνειν ταχέως· -ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι ἰσχυρός, πνέω μεθ’ ὁρμῆς, Δίων Κ. 41. 46· κατασπέρχον, ἐπὶ περιστάσεων, κατεπεῖγον, ὑπόθεσις μὴ ἐπιδεχομένη ἀναβολήν, Θουκ. 4. 126· ὄψει καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον, κινοῦν εἰς δειλίαν, ἐκπλῆττον, Σχολ.- Παθ., καταπλήττομαι, ἐπείγομαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
pousser vivement, fig. secouer ; effrayer par la vie et par le bruit en parl. d’événements.
Étymologie: κατά, σπέρχω.
Greek Monolingual
κατασπέρχω (Α)
1. αναγκάζω κάποιον να προχωρεί γρήγορα
2. (για άνεμο) πνέω με ορμή
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τo κατασπέρχον
υπόθεση που δεν επιδέχεται αναβολή
4. παθ. κατασπέρχομαι
επείγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σπέρχω «θέτω σε γρήγορη κίνηση»].
Greek Monotonic
κατασπέρχω: μέλ. -ξω, κατεπείγω, σε Αριστοφ.· απόλ., κατασπέρχον, επείγον, αυτό που πιέζει, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κατασπέρχω:
1) толкать, гнать, теснить (λῃστὰς δορί Arph.);
2) устрашать, пугать: ἔργῳ μὲν βραχὺ ὄν, ὄψει δὲ καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον Thuc. (опасность) по существу невелика, на вид же и на слух страшна.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σπέρχω opjagen:; κ. λῃστὰς δορί rovers opjagen met een speer Aristoph. Ach. 1188; ptc. subst.: δεινόν... κατασπέρχον een alarmerende dreiging Thuc. 4.126.6.
Middle Liddell
fut. ξω
to urge on, Ar.;—absol., κατασπέρχον urgent, pressing, causing anxiety, Thuc.