πρυμνοῦχος

From LSJ
Revision as of 19:33, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνοῦχος Medium diacritics: πρυμνοῦχος Low diacritics: πρυμνούχος Capitals: ΠΡΥΜΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: prymnoûchos Transliteration B: prymnouchos Transliteration C: prymnoychos Beta Code: prumnou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω) A holding the ship's stern, κάλος AP7.374 (Marc. Arg.). II detaining the ships (because they were anchored by the stern), Αὖλις E.El.1022.

German (Pape)

[Seite 802] das Schiffshintertheil innehabend, festhaltend; Αὖλις, Eur. El. 1022; κάλοι, M. Arg. 31 (VII, 374).

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου, κάλως Ἀνθ. Π. 7. 374· πρβλ. πρυμνήτης ΙΙ, πρυμνήσιος. ΙΙ. ὁ κρατῶν τὰ πλοῖα (ἐπειδὴ ἦσαν ἠγκυροβολημένα ἢ πρὸς τὴν ξηρὰν προσδεδεμένα ἐκ τῆς πρύμνης), τὸν στόλον, Αὖλις Εὐρ. Ἠλ. 1022.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui retient la poupe;
2 p. ext. qui retient les navires.
Étymologie: πρύμνα, ἔχω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για σχοινί) αυτός που συγκρατεί την πρύμνη του πλοίου («πρυμνοῦχος κάλος», Ανθ. Παλ.)
2. (για την ξηρά) αυτός που κρατά τα πλοία, τον στόλο («πρυμνοῦχον Αὖλιν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

πρυμνοῦχος: -ον (ἔχω),
I. αυτός που κρατάει την πρύμνη του πλοίου, σε Ανθ.
II. αυτός που συγκρατεί τα πλοία (επειδή ήταν αγκυροβολημένα από την πρύμνη), Αὖλις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πρυμνοῦχος:
1) удерживающий корабли (в своем порту) (Αὐλίς Eur.);
2) причальный (κάλως Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρυμνοῦχος -ον [πρύμνα, ἔχω] de achtersteven vasthoudend:. π. Αὖλιν Aulis dat de schepen vasthield Eur. El. 1022.

Middle Liddell

πρυμν-οῦχος, ον, [ἔχω]
I. holding the ship's stern, Anth.
II. detaining the ships (because they were anchored by the stern), Αὖλις Eur.